Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019


Ο ΤΖΑΚ ΚΑΙ Η ΦΑΣΟΛΙΑ 


Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε μια γυναίκα με τον μονάκριβο γιο της τον Τζακ. Ήταν πολύ φτωχοί και η μόνη περιουσία που είχαν ήταν η αγελάδα τους.Επειδη δεν είχαν τίποτε να φάνε ένα πρωί λέει η μητέρα στον Τζακ να πάει στην αγορά και να πουλήσει σε καλή τιμή την αγελάδα τους.στον δρόμο προς την αγορά συναντάει έναν παραξενο μικροσκοπικό άνθρωπο.
        
«Που πας με την αγελάδα;»ρώτησε ο παράξενος άνθρωπος.
«Πάω στην αγορά να πουλήσω την αγελάδα»
«Θα σου την αγοράσω εγω» είπε ο παράξενος άνθρωπος.Δεν θα σου δώσω όμως χρήματα αλλά θα σε δώσω πέντε μαγικά φασόλια» Ο Τζακ έκλεισε την συμφωνία από περιέργεια για τα μαγικά φασόλια επειδή δεν είχε δει ποτέ ξανά.Στο σπίτι σαν έφτασε δείχνει χαρούμενος τα φασόλια στην μητέρα του.Εκεινη θυμωμένη του λέει .
«Πως θα χορτάσουμε με αυτά τα φασόλια;»
«Είναι μαγικά φασόλια μητέρα» λέει ο Τζακ.
«Ανόητο παιδί» λέει η μητέρα του και πετάει τα φασόλια από το παράθυρο στην αυλή.Το πρωί ο Τζακ καθώς κοίταξε από το παράθυρο και είδε μια τεράστια φασόλια η οποία έφτανε ως τον ουρανό.
        
Μια και δυο οΤζακ άρχισε να ανεβαίνει και έφτασε πάνω από τα σύννεφα σε μια άλλη χώρα.Βλεπει μπροστά του ένα τεράστιο κάστρο και πάει προς την πόρτα και χτυπάει. Η πόρτα ανοίγει και βγαίνει μια γυναίκα.
 «Πως ήρθες μέχρι εδώ μικρέ;» ρώτησε «έλα μέσα πριν έρθει ο άντρας μου.Οδηγησε τον Τζακ στην κουζίνα και του έβαλε ένα πιάτο με φαγητό.Το τραπέζι ήταν τεράστιο όπως και οι καρέκλες.
 «Φάε πρέπει να πείνας» είπε η γυναίκα.Ξαφνικα ακούγονται βήματα δυνατά.
    « Ο άντρας μου ήρθε να σε κρύψω γιατί θα σε φάει.» Ο Τζακ κρύφτηκε μέσα στο φούρνο.Ενας γίγαντας ξεπρόβαλε και μόλις μπήκε στην κουζίνα είπε.

«Μου μυρίζει ανθρώπινο κρέας»
«Έτσι σε φαίνεται» είπε η γυναίκα του. «Δεν υπάρχει άνθρωπος εδώ μέσα το φαΐ σου είναι στο τραπέζι» Ογιγαντας έφαγε το τεράστιο γευμα του και μετά ζήτησε την χρυσή του κότα. ΟΤζακ τα έβλεπε ολακαι ότι η κότα γέννησε ένα χρυσό αυγό.Καθε φορά που το ζητούσε ο γίγαντας.Σε λίγο αποκοιμηθηκε ο γίγαντας και ο Τζακ βγήκε έξω από την κρυψώνα του άρπαξε την κότα και έτρεξε προς την φασόλια και άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα.Μολις έφτασε κάτω έδειξε χαρούμενος την κότα στην μητέρα του και από τότε ζούσαν πλούσια πουλώντας τα χρυσά αυγά.
  
Η φασόλια όμως ήταν εκεί και προκαλούσε τον Τζακ.Και έτσι μια μέρα ανέβηκε πάλι πήγε στο κάστρο και μπήκε κρυφά μέσα.Πηγε στην κουζίνα και κρύφτηκε μέσα σε ένα ντουλάπι.Σε λίγο ήρθε ο γίγαντας.
«Ανθρώπινο κρέας μυρίζει»είπε.
«Δεν υπάρχει ανθρωπος εδώ άντρα μου» είπε η γυναίκα.Σαν έφαγε ο γίγαντας το φαΐ του πήγε και πήρε την μαγική του άρπα από την κρυψώνα της.Η άρπα άρχισε να τραγουδάει την πιο όμορφη και γλυκιά μουσική που υπήρχε στον κόσμο.Σε λίγο ο γίγαντας αποκοιμήθηκε και ο Τζακ βρήκε την ευκαιρία και άρπαξε την άρπα.
«Αφέντη βοήθεια» φώναξε η άρπα.Ο γίγαντας έτρεξε πίσω από τον Τζακ ο οποίος άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα από την φασόλια.Μολις πάτησε κάτω φώναξε στην μητέρα του.
«Φέρε μου ένα τσεκούρι γρήγορα».Πηρε το τσεκούρι και άρχισε να κόβει την φασόλια.Ο γίγαντας ήταν στα μισά και όταν η φασόλια έπεσε στο χώμα έπεσε και γίγαντας μαζί.Ηταν το τέλος του γίγαντα.Απο τότε ο Τζακ και η μητέρα τουζησαν ευτυχισμένη με την κότα μετά χρυσά αυγά και την μαγική άρπα.


                                                                                       




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...