ΣΠΙΤΑΚΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας ξυλοκόπος με την γυναίκα του και τις τρεις κόρες του,σε ένα σπιτάκι στο δάσος.καποιο πρωί λέει στην γυναίκα του.
« γυναίκα θα πάω να κόψω ξύλα και θα τελειώσω αργά. Στείλε με φαγητό με την μεγάλη μας κορη και για να βρει τον δρόμο θα ρίχνω σπόρους από σιτάρι για να μην χαθεί»
Έτσι και έγινε, όμως τα πουλάκια έφαγαν το σιτάρι και το κορίτσι δεν μπόρεσε να βρει τον πατέρα της.
Περιπλανήθηκε λοιπόν μέσα στο δασος και το βραδυ πια είδε φως μακριά. Σκέφτηκε πως εκεί θα είναι κάποιοι άνθρωποι και όταν πήγε κοντά είδε ένα σπιτάκι.
Χτύπησε την πόρτα.
« οποίος και να είσαι πέρασε μέσα»
Άνοιξε την πόρτα και είδε έναν γεράκο με άσπρα γενιά μια γελάδια, έναν κόκορα, και μια κοτούλα. Το κορίτσι εξήγησε στον γεράκο,πως χάθηκε και ρώτησε αν μπορεί να μείνει την νύχτα. Ο γεράκος είπε.
« όμορφο μου κοκοράκι γελαδιτσα μου καλή όμορφη κοτούλα μου τι να πω στο κορίτσι;να μείνει ή, να φύγει; τα ζωάκια έβγαλαν έναν ήχο που ήταν η απάντηση τους. Τότε ο γεράκος λέει στην κοπέλα.
« πήγαινε στην κουζίνα και μαγείρεψε μια σούπα υπάρχει ότι θα χρειαστείς» το κορίτσι μαγείρεψε την σούπα σέρβιρε και έκατσε να φάνε. Δεν σκέφτηκε όμως να ταΐσει και τα τρεις ζωάκια.
Σαν απόφαγαν ρώτησε τον γερό που μπορεί να κοιμηθεί. Αντί να απαντήσει ο γέρος απάντησαν τα ζώα.
« έφαγες καλά εσυ, χωρίς εμάς να μας θυμηθείς βρες τώρα μόνη σου που να κοιμηθείς»
Ο γέρος την είπε.
« ανέβα τις σκάλες θα βρεις δυο δωμάτια μπες σε ένα, στρώσε σεντόνια καθαρά και κοιμήσου».
Εκείνη διάλεξε το καλύτερο και μεγαλύτερο και κοιμήθηκε. Δεν νοιάστηκε για τίποτε άλλο. Ανέβηκε μετά από λίγο ο γεράκος την κοίταξε που κοιμόταν του καλού καιρού και κούνησε το κεφάλι του με θλίψη. Ξαφνικά άνοιξε μια καταπακτή και το κρεβάτι με την κοπέλα εξαφανίστηκε.
Ο ξυλοκόπος όταν το βραδυ γύρισε στο σπίτι ήταν πολύ θυμωμένος που έμεινε όλη μέρα νηστικός.
« θα την μαλώσω την ξεμυαλισμένη μόλις γυρίσει» είπε στην γυναίκα του. Την άλλη μέρα είπε στην γυναίκα του,το φαγητό να το πάει η δεύτερη κόρη τους και εκείνος θα ρίχνει φακές για να βρει τον δρόμο η κοπέλα.
Όταν ξεκίνησε η δεύτερη κόρη η φακή δεν υπήρχε την έφαγαν τα πουλάκια. Έτσι δεν βρήκε τον πατέρα της, και αφού περιπλανήθηκε στο δάσος βρήκε το σπιτάκι όπου ακολούθησε η ίδια σκηνή.
Έτσι μαγείρεψε μόνον για αυτήν και τον γερό και τα ζωάκια έμειναν πάλι νηστικά. Διάλεξε το καλύτερο δωμάτιο και δεν νοιάστηκε για τον γερακο πού θα κοιμηθεί. Η καταπακτή λοιπόν άνοιξε και χάθηκε μαζί με το κρεβάτι. Ο ξυλοκόπος έξαλλος είπε ότι οι κόρες του είναι άμυαλες και κάπου θα γυρίζουν. Και το πρωί ζήτησε από την τριτη κόρη α του πάει φαγητό. Έριξε μπιζέλια στο δρόμο αλλά και αυτά εξαφανίστηκαν από τα πουλάκια.
Έτσι χάθηκε και η μικρή κόρη. Περιπλανήθηκε στο δάσος, και στεναχωριότανε που ο πατέρας της θα έμεινε νοιστικος. Με τα πολλά βρέθηκε στο σπιτάκι του γεράκος μπήκε μέσα και έγινε ο γνωστός διάλογος.
Πήγε στην κουζίνα και άρχισε να μαγειρεύει, όσο το φαγητό ήταν στην φωτιά,πήγε κοντά στην αγελάδα στον κόκορα, και στην κοτούλα και τους είπε.
« καυμενούλια μου θα πεινάτε και θα διψάτε θα σας φροντίσω αφού δεν μπόρεσα να βρω τον πατέρα μου,και σκέφτομαι και την μανούλα μου που θα στεναχωριέται»
Έφερε ένα δε άτι σανό για την αγελάδα καλαμπόκι και κριθάρι για τον κόκορα και την κοτούλα.
Τους έβαλε και ένα δοχείο καθαρό νεράκι. Μετά ετοίμασε το τραπέζι, σέρβιρε πρώτα τον γερό μετά τον εαυτό της και αφού έφαγαν έπλυνε τα πιάτα και σιγυρισε την κουζίνα. Αφού όλα ήταν όμορφα και καθαρά ρώτησε τον γεράκο μήπως χρειαζετε κάτι άλλο.
Έπειτα ρωτησε που μπορεί να κοιμηθεί. Επειδή ο γέρος ρωτούσε για όλα τα ζωάκια του,ρώτησε εκείνη τα ζωάκια όπως έκανε ο γεράκος.
« όμορφο μου κοκοράκι, γελαδιτσα μου καλή,όμορφη κοτούλα σας παρακαλώ το κορίτσι να μείνει ή, να φύγει;» και εκείνα είπαν.
« αν νοισταζει και επιθυμεί να πάει να κοιμηθεί και την ευχαριστούμε πολύ»
Με τις οδηγίες του γεράκος βρήκε τα δωμάτια έστρωσε τα σεντόνια και κατέβηκε πάλι για να βοηθήσει τον γερό να ανεβεί τις σκάλες, και τον πήγε στο μεγάλο δωμάτιο. Πήγε και εκείνη στο άλλο δωμάτιο και μόλις ξάπλωσε κοιμήθηκε αμέσως.
Την νύχτα το σπιτάκι έτρεμε αλλά το κορίτσι κοιμόταν βαθιά και δεν άκουσε τίποτα. Το πρωί σαν άνοιξε τα μάτια της είδε ότι ήταν σε ένα τεράστιο και όμορφο δωμάτιο. Το κρεβάτι με βελούδο και μεταξωτά σεντόνια και οι παντόφλες της ήταν μεταξωτές και χρυσό κεντημένες με μαργαριτάρια. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν τρεις υπηρέτες.
« που είμαι; ποιοι είστε; που είναι ο γεράκος και τα ζωάκια;» εκείνοι δεν μίλησαν παρά μόνο άφησαν πάνω στο κρεβάτι ένα ονειρεμένο φόρεμα, και βγήκαν έξω.
Εκείνη ντύθηκε και έτρεξε να βρει τον γεράκο και τα ζωάκια. Καθώς περνούσε από έναν τεράστιο διάδρομο στρωμένο με κόκκινα χαλιά ανοίγει μια πόρτα, και ένα όμορφο παλικάρι βγήκε και την έπιασε από το χέρι, και την οδήγησε σε ένα εξίσου πολυτελές δωμάτιο με ένα τεράστιο τζάκι.
« μην φοβάσαι ο γέρος είμαι εγώ, και τα ζωάκια είναι οι υπηρέτες. Μια μάγισσα μας είχε μαγέψει έως ότου βρεθεί μια κοπέλα καλόκαρδη για να μας νοιαστεί και έτσι τα μάγια να λυθούν. Είσαι γεμάτη καλωσύνη και για αυτό σε αγάπησα, θέλεις να με παντρευτείς;» Το κορίτσι δέχτηκε, του είπε όμως εκτός την μητέρα και τον πατέρα της έχει και δυο αδερφές. Το παληκάρι είπε.
« εγώ τις έχω στο υπόγειο, θα μείνουν για τον γάμο μας αλλά μετά θα πάνε να δουλέψουν σε ένα καρβουνιαρικο μέχρι να γίνουν καλές και συμπονετικές, και να νοιάζονται για τους άλλους» έτσι και έγινε. Οι αδερφές πήγαν να δουλέψουν οι δε γονείς της ήταν ευτυχισμένοι. Το δε ζευγάρι έζησε ευτυχισμένο κάνοντας το καλό σε όλους που είχαν ανάγκη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου