Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

ΧΑΝΣΕΛ ΚΑΙ ΓΚΡΕΤΕΛ



  
Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας ξυλοκόπος μετά δυο παιδιά του τον Χάνσελ και τη Γκρέτα.Η μητέρας τους είχε πεθάνει και ο πατέρας τους είχε παντρευτεί ξανά.Ηταν πολύ φτωχοί και λίγο το φαγητό που βάζανε στο τραπέζι.Μια μέρα η μητριά λέει στον άντρα της.
«Άντρα το φαγητό είναι λιγοστό δεν φτάνει για τα παιδιά είναι καλύτερα να σηκωθούμε αύριο το πρωί και να πάμε τα παιδιά στο δάσος να τους ανάψουμε φωτιά να τους δώσουμε λίγο ψωμί και να  φύγουμε.
    
 «Τι λόγια είναι αυτά που λες γυναίκα! είναι παιδιά μου πως να τα παρατήσω θα τα φάνε τα αγρια θηρία» είπε ο ξυλοκόπος.
«Τότε το κρίμα στο λαιμό σου γιατί θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα»Αυτά τα λόγια τα έλεγε κάθε μέρα ώσπου ένα βραδυ τον έπεισε.Τα παιδιά από την πείνα δεν είχαν κοιμηθεί και άκουσαν όλα όσα είπε η μητριά.Η Γκρέτελ άρχισε να κλαίει και ο Χάνσελ την παρηγορούσε.
«Αδερφούλα μου μην κλαις δεν θα χαθούμε.Βγηκε έξω και μάζεψε αρκετά χαλίκια και τα έβαλε στην τσέπη του.
«Σηκωθείτε τεμπέληδες θα πάμε στο δάσος να κόψουμε ξύλα» τους είπε και τους έδωσε από ένα κομμάτι ψωμί.Καθως περπατούσαν μέσα στο δάσος ο Χάνσελ έριχνε κάθε τόσο και από ένα πετραδάκι.
«Κάνε γρήγορα Χάνσελ»του είπε ο πατέρας του.Αφου άφησαν τα παιδιά στο δάσος και γύρισαν πίσω τα παιδιά ακολούθησαν τα χαλίκια και γύρισαν πίσω στο σπίτι τους.Η μητριά τους έγινε έξαλλη  και τα κλείδωσε στο δωμάτιο ετσι ο Χάνσελ δεν μπόρεσε να βγει για να μαζέψει χαλίκια.Το επόμενο πρωί πάνε πάλι στο δάσος και ο Χάνσελ ρίχνει στο μονοπάτι πίσω του ψίχουλα για να βρουν το δρόμο για το σπίτι.Η Γκρέτελ και ο Χάνσελ ψάχνουν να βρουν το δρόμο αλλά τα πουλάκια έφαγαν τα ψίχουλα και χάσανε τον δρόμο.Αφου περιπλανήθηκαν φοβισμένα ακολούθησαν ένα όμορφο πουλί και το ακολούθησαν.Σε ένα ξέφωτο βλέπουν ένα σπιτάκι χτισμένο από μελόψωμο τούρτες γλυκά και παράθυρα από ζάχαρη.
  

Πεινασμένα και κουρασμενα ξεκινάνε να κόβουν από το σπίτι όταν ανοίγει η πόρτα και ξεπροβάλει μια γριά μάγισσα που καλεί τα παιδιά να πάνε μέσα.
«Ελάτε παιδιά μου να φάτε νόστιμο φαγητό και να κοιμηθείτε σε μαλακό και ζεστό κρεβάτι» Αυτή όμως είχε άλλο σκοπό να μαγειρέψει και να φάει τα παιδιά. 

Το επόμενο πρωί η μάγισσα ρίχνει τον Χάνσελ σε ένα κελί και τον ταΐζει συνεχώς για να παχύνει
Ο Χάνσελ κατάλαβε τι τον περιμένει. Κάθε μερα η μάγισσα ελέγχει το ποσό πάχυνε ο Χάνσελ.Εκεινος βρήκε ένα κοκαλάκι μέσα στο κελί και το έδειχνε στη μάγισσα και επειδή εκείνη δεν έβλεπε πολύ καλά νόμιζε ότι είναι το δάχτυλου του Χάνσελ.Περιμενει και περιμένει πολλές μέρες η μάγισσα να παχύνει ο Χάνσελ ώσπου άρχισε να βαριέται να περιμένει και άλλο.Καποια μέρα λέει στην Γκρέτελ να ανάψει τον φούρνο.Αποφασισε να φάει την Γκρέτελ.Εκεινη κατάλαβε τι είχε σκοπό να κάνει η μάγισσα και έκανε πως δεν ξέρει να ανάψει τον φούρνο.Ημαγισσα έσκυψε για να δείξει την Γκρέτελ πως να το κάνει και αυτή την δίνει μια κλωτσιά και την σπρώχνει μέσα στον φούρνο.Μετα η Γκρέτελ ελευθερώνει τον Χάνσελ βρίσκουν και περνούν μαζί τους ένα δοχείο γεμάτο με πολύτιμα πετράδια.Ευτυχως βρήκαν με την βοήθεια μιας πάπιας το σπίτι τους.Ο πατέρας τους  μόλις είδε τα παιδιά του χάρηκε πολύ τα αγκάλιασε και έκλαψε από την χαρά του.Η μητριά τους είχε πεθάνει και με το θησαυρό της μάγισσας έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...