ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΝΕΡΑΙΔΑΣ
Μια φορά και έναν καιρο, σε έναν τόπο μακρινό,ήταν μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος η νεραιδοχώρα. Όλα κυλούσαν όμορφα, και χαρούμενα και όλες οι νεραιδουλες, να παίζουν από το πρωί μέχρι το βραδυ.
Η Βασιλική άμαξα σταμάτησε, στην άκρη του δρόμου,για να ξεκουραστούν τα άλογα. Η βασιλοπούλα κατέβηκε, από την άμαξα και προχώρησε προς το δάσος, με την αποχ της για να πιάσει πεταλούδες. Κάποια στιγμή βλέπει μια πολύχρωμη πεταλούδα πάνω σε ένα ό μορφο λουλούδι, και χραπ, την έπιασε με την αποχή της.
Όταν όμως πλησίασε κοντά, τι να δει! Μια μικρή νεραιδουλα είχε πιαστεί στο δίχτυ.
Η βασιλοπούλα έτρεξε στην άμαξα, και φώναξε την νταντά της να της δείξει, τι έπιασε με την αποχή της! Η νταντά της είπε να ελευθερώσει την νεραιδουλα, αλλά που! Η βασιλοπούλα δεν άκουγε τίποτε
« θα την πάρω στο παλάτι» είπε πεισματάρικα. Ένα τω μεταξύ η νεραιδουλα έκλαιγε και χτυπιόταν, για να ξεφύγει.
Στην νεταιδοχωρα άρχισε να νυχτώνει, και η νεραιδουλα πουθενά. Οι αδελφούλες της άρχισαν να ανησυχούν. Σίγουρα κάτι κακό έπαθε η αδερφούλα τους! Ζήτησαν λοιπόν, από όλες τις νεράιδες, να τις βοηθήσουν, και έτσι αποφάσισαν, να ψάξουν να την βρουν.
Πήραν τα φαναράκια τους, και άρχισαν να ψάχνουν, μέσα στο δάσος. Όμως τίποτα! πουθενά η νεραιδουλα, άφαντη. Σε ένα δεντρο, βλέπουν δυο σκιουρακια, και τα ρώτησαν αν είδαν την νεραιδουλα. Εκείνα απάντησαν ότι δυστυχώς δεν είδαν την μικρή νεράιδα.
Πήραν τα φαναράκια τους, και άρχισαν να ψάχνουν, μέσα στο δάσος. Όμως τίποτα! πουθενά η νεραιδουλα, άφαντη. Σε ένα δεντρο, βλέπουν δυο σκιουρακια, και τα ρώτησαν αν είδαν την νεραιδουλα. Εκείνα απάντησαν ότι δυστυχώς δεν είδαν την μικρή νεράιδα.
Πιο κάτω βρήκαν ένα λαγουδάκι, το ρώτησαν και αυτό αν είδε την νεραιδουλα, και αυτό απάντησε ότι ναι, την είδαν να την πιάνει η βασιλοπούλα, με την αποχή της. Άκουσε να λέει στην νταντά της, ότι θα την πάρει μαζί της στο παλάτι.
Το σοφό ξωτικό ευχήθηκε τις νεραιδουλες, να πάνε όλα καλά, και εκείνες αποφάσισαν να πάνε στο παλάτι. Έτσι άρχισαν να πετούν,και πριν ακόμα χαράξει έφτασαν εκεί.Με τα φαναράκια τους έκαναν σινιάλο, κουνώντας τα πάνω κάτω, για να τις δει η νεραιδουλα και να πάρει θάρρος. Έτσι και έγινε, η μικρή νεράιδα σταμάτησε να κλαίει και, να προσπαθεί άδικα να βγει από το χρυσό κλουβί.
Μια μια οι νεραιδουλες, μπήκαν από το ανοιχτό παράθυρο, και σιγά-σιγά, άρχισαν να ψάχνουν το κλειδί, επειδή το κλουβί ήταν κλειδωμένο. Ψάξε από δω ψάξε από εκεί, βλέπει μια νεραιδουλα πάνω σε ένα ράφι ένα ασημένιο κουτάκι. Μόλις το άνοιξε βρήκε μέσα ένα χρυσό κλειδάκι. Σιγά σιγά, με προσοχή μεγάλη, για να μην ξυπνήσει η βασιλοπούλα, άνοιξε το κλουβί! Επειτελους! ελεύθερη η νεραιδουλα.
Έτσι άρχισαν να πετούν προς το παράθυρο, και η μικρή προς την ελευθερία. Ευτυχώς το σκυλάκι της βασιλοπούλας, που κοιμόταν στην άκρη του κρεβατιού, άκουσε και άρχισε να γαβγίζει όταν και, η τελευταία νεράιδα, είχε βγει από το παράθυρο. Στην νεραιδοχωρα ξανά ήρθαν οι ευτυχισμένες μέρες, γεμάτες γέλιο, χαρά, παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου