Οι δώδεκα πριγκίπισσες που χόρευαν
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ζούσε με τις δώδεκα θυγατέρες του.Ολες οι πριγκίπισσες ήταν πανέμορφες η μια ωραιότερη από την άλλη.Κοιμωντουσαν όλες μαζί σε ένα ωραίο δωμάτιο με τα κρεβάτια τους το ένα δίπλα στο άλλο.Καθε βραδυ ο βασιλιάς πατέρας τους
τις κλείδωνε στο δωμάτιο τους αλλά το πρωί αντίκριζε κάτι πολύ παράξενο.Τα παπούτσια τους ήταν όλα σκισμένα θαρρείς και χόρευαν όλη την νύχτα.Απελπισμενος ο βασιλιάς έβγαλε μια ανακοίνωση προς όλο το βασίλειο του και έλεγε οποίος ανακάλυψη που πάνε οι βασιλοπουλες την νύχτα και σχίζουν τα παπούτσια τους θα διαλέξει μια πριγκίπισσα για να την παντρευτή.Αν όμως αποτυχενε θα έχανε την ζωή του.
Ετων πριγκιπισσων.Στο δρόμο του συναντάει μια ηλικιωμένη γυναίκα και εκείνη τον λέει.
Το πρωί ο στρατιώτης πήρε τα κλαδάκια τα από ασημί χρυσάφι και διαμάντια και παρουσιάστηκε στον βασιλιά.
-Για που το έβαλες παλικάρι μου;
-Μήπως και ξέρω καλή μου γριούλα και σαν λίγο αστεία σαν σοβαρα λέει να θα ήθελα να λύσω το μυστήριο με τις δώδεκα βασιλοπουλες να παντρευτώ μια από αυτές και να γίνω βασιλιάς.
Τότε η γριούλα τον λέει
-Άκουσε με καλά και εγώ θα σε βοηθήσω.Φαινεσαι καλός άνθρωπος και αξίζει να σε
Κβοηθήσω.Πρωτα θα σου δώσω αυτόν τον μανδύα που όταν τον φορέσεις θα γίνεις αόρατος και δεύτερον δεν θα πιεις καθόλου από το κρασί που θα σε δώσουν οι βασιλοπουλες το βραδυ πριν να πας για ύπνο.Οστρατιωτης αφού άκουσε με προσοχή την γριούλα την ευχαρίστησε έβαλε τον μανδύα στο σακίδιο του και πήρε το δρόμο για το παλάτι.
Κβοηθήσω.Πρωτα θα σου δώσω αυτόν τον μανδύα που όταν τον φορέσεις θα γίνεις αόρατος και δεύτερον δεν θα πιεις καθόλου από το κρασί που θα σε δώσουν οι βασιλοπουλες το βραδυ πριν να πας για ύπνο.Οστρατιωτης αφού άκουσε με προσοχή την γριούλα την ευχαρίστησε έβαλε τον μανδύα στο σακίδιο του και πήρε το δρόμο για το παλάτι.
Εκεί τον υποδέχτηκαν όπως και τους άλλους και φόρεσε ρούχα βασιλικά που του εδωσαν.Το βραδυ τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο δίπλα από το δωμάτιο που κοιμούνταν οι πριγκίπισσες και σε λιγάκι η μεγαλύτερη του πήγε ένα ποτήρι κρασί.Αυτος έκανε πως το πίνει αλλά με τρόπο το έριξε στο σφουγγάρι που είχε κρυμμένο κάτω από το σαγόνι του.
Ξάπλωσε στο κρεββάτι του και μετά από λίγο έκανε πως κοιμάται και άρχισε να ροχαλίζει σαν να ήταν σε βαθύ ύπνο.Οι βασιλοπουλες άκουσαν το ροχαλητό του και ξέσπασαν σε γέλια.Η πιο μεγάλη είπε «κρίμα που θα χάσει την ζωή του και αυτός»
Σηκώθηκαν λοιπόν αθόρυβα από τα κρεβάτια τους και άρχισαν να φοράνε τα όμορφα φορέματα τους
Όταν ετοιμάστηκαν έριξαν μια μάτια στον στρατιώτη και αφού βεβαιώθηκαν ότι κοιμάται είπαν ότι δεν έχουν να φοβηθούν και πήγαν στο δωμάτιο τους. Η μεγαλύτερη χτύπησε ένα κρεβάτι έλαφρα και τότε άνοιξε το πάτωμα και φάνηκε μια σκάλα.Οι βασιλοπουλες άρχισαν να κατεβαίνουν την σκάλα.Ο στρατιώτης φόρεσε το μανδύα που τον έκανε αόρατο και ακολούθησε τις βασιλοπουλες.Κατα λάθος πάτησε το φόρεμα της μικρότερης πριγκίπισσας εκείνη τρόμαξε πολύ και είπε.
-Τι συμβαίνει; Κάποιος με πάτησε το φόρεμα μου.
-Από κάποιο καρφί θα πιάστηκε είπε η μεγαλύτερη βασιλοπούλα μην φοβάσαι. Συνέχισαν να κατεβαίνουν και στο τέλος έφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα με ασημένια φύλλα.Ο στρατιώτης έκοψε ένα κλαδάκι να το έχει σαν πειστήριο.Η μικρή βασιλοπούλα τρόμαξε και λέει.
-Άκουσα ένα κράκ τι είναι; Ρώτησε φοβισμένη.Η μεγάλη αδερφή την καθησύχασε πάλι και συνέχισαν να περπατούν.Εφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα που τα φύλλα τους ήταν από χρυσάφι και κατόπιν έφτασαν σε άλλο δρόμο που τα δέντρα τους είχαν φύλλα στολισμένα με διαμάντια.Ο στρατιώτης έκοψε από όλα το δέντρα κλαράκια για απόδειξη.Ξαφνου φτάνουν σε μια λίμνη και εκεί ήταν δώδεκα όμορφες βαρκούλες σαν κύκνοι και δώδεκα βασιλοπούλα περίμεναν τις βασιλοπουλες.Αφου μπήκαν στις βάρκες πέρασαν στην απέναντι όχθη.Εκει ήταν ένα όμορφο παλάτι φωταγωγημένο και γλυκές μουσικές ακούγονταν παντού.Οι βασιλοπουλες άρχισαν να χορεύουν με τα βασιλοπούλα.Ο στρατιώτης παρατηρούσε γύρω του και όταν η μικρή βασιλοπούλα πριν προλάβει να φέρει στα χείλη το ποτήρι της για να ξεδιψάσει ο στρατιώτης το πήρε και το ήπιε.Η μικρή πριγκίπισσα τρόμαξε πάλι αλλά η μεγάλη της αδερφή την ησύχασε πάλι.Χορευαν συνεχώς οι βασιλοπουλες μέχρι τις τρεις και τα παπούτσια τόυς έγιναν κομμάτια.
-Τι συμβαίνει; Κάποιος με πάτησε το φόρεμα μου.
-Από κάποιο καρφί θα πιάστηκε είπε η μεγαλύτερη βασιλοπούλα μην φοβάσαι. Συνέχισαν να κατεβαίνουν και στο τέλος έφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα με ασημένια φύλλα.Ο στρατιώτης έκοψε ένα κλαδάκι να το έχει σαν πειστήριο.Η μικρή βασιλοπούλα τρόμαξε και λέει.
-Άκουσα ένα κράκ τι είναι; Ρώτησε φοβισμένη.Η μεγάλη αδερφή την καθησύχασε πάλι και συνέχισαν να περπατούν.Εφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα που τα φύλλα τους ήταν από χρυσάφι και κατόπιν έφτασαν σε άλλο δρόμο που τα δέντρα τους είχαν φύλλα στολισμένα με διαμάντια.Ο στρατιώτης έκοψε από όλα το δέντρα κλαράκια για απόδειξη.Ξαφνου φτάνουν σε μια λίμνη και εκεί ήταν δώδεκα όμορφες βαρκούλες σαν κύκνοι και δώδεκα βασιλοπούλα περίμεναν τις βασιλοπουλες.Αφου μπήκαν στις βάρκες πέρασαν στην απέναντι όχθη.Εκει ήταν ένα όμορφο παλάτι φωταγωγημένο και γλυκές μουσικές ακούγονταν παντού.Οι βασιλοπουλες άρχισαν να χορεύουν με τα βασιλοπούλα.Ο στρατιώτης παρατηρούσε γύρω του και όταν η μικρή βασιλοπούλα πριν προλάβει να φέρει στα χείλη το ποτήρι της για να ξεδιψάσει ο στρατιώτης το πήρε και το ήπιε.Η μικρή πριγκίπισσα τρόμαξε πάλι αλλά η μεγάλη της αδερφή την ησύχασε πάλι.Χορευαν συνεχώς οι βασιλοπουλες μέχρι τις τρεις και τα παπούτσια τόυς έγιναν κομμάτια.
Έτσι σταμάτησαν να χορεύουν και πήραν τον δρόμο του γυρισμού.Μπηκαν στις βάρκες και τα βασιλοπούλα τις πέρασαν στην απέναντι όχθη.Ο στρατιώτης έτρεξε και ανέβηκε πρώτος τις σκάλες πήγε στο δωμάτιο του τρύπωσε στο κρεβάτι του και έκανε πως κοιμάται. Οι βασιλοπουλες πήγαν να δουν τον στρατιώτη και όταν τον άκουσαν να ροχαλίζει είπαν «άδικα ανησυχίσαμε κοιμάται του καλού καιρού και γέλασαν.
-Τι κάνουν λοιπόν οι κόρες μου που πηγαίνουν και χορεύουν και κουρελιάζουν τα παπούτσια τους;
-Βασιλιά μου το και το οι βασιλοπουλες κατεβαίνουν βαθιά και εκεί υπάρχει ένα όμορφο παλάτι με δρόμους που τα φύλλα από τα δέντρα είναι ασημένια,χρυσά,και στολισμένα με διαμάντια.Μαλιστα βασιλιά μου εδώ έχω και τα κλαδάκια που έκοψα για να τα δεις και εσυ.Οι βασιλοπουλες είχαν κολλημένα τα αυτιά τους στην πόρτα για να ακούσουν τι λέει ο βασιλιάς με τον στρατιώτη.Οβασιλιας πατέρας τους τις ρωτάει αν είναι όλα αυτά αλήθεια.Καταλαβαν ότι δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν και παραδέχτηκαν ότι έτσι είναι αυτή είναι αλήθεια.Ο βασιλιάς τότε λέει στον στρατιώτη «θα κρατήσω τον λόγο μου και σε ρωτώ ποια από τις κόρες μου θα παντρευτείς;»
Ο στρατιώτης λέει «είμαι μεγάλος για τις μικρότερες κόρες σου νομίζω ότι αυτή που με ταιριάζει είναι η μεγάλη κόρη σου»
Η βασιλοπούλα άρχισε να τον συμπαθεί και ήταν θετική για το γάμο αυτό.Παντρευτηκαν λοιπόν και τα γλέντια κράτησαν πολλές νύχτες και μέρες και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου