Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019


Η ΧΡΥΣΗ ΧΗΝΑ

   Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας άντρας με την γυναίκα του και τους  τρεις γιούς του.Ο μικρότερος ήταν αθώος πολύ και τον φώναζαν χαζούλη.Μι μέρα ο μεγάλος γιος θέλησε να πάει στο δάσος να κόψει ξύλα.Η μητέρα του ετοίμασε μια πολύ νόστιμη πιτα και ένα μπουκάλι κρασί για να έχει να φάει και να πιει.Φτανωντας στο δάσος βλέπει έναν ανθρωπάκο ο οποίος τον καλημερησε καιρού είπε επίσης.
«Δώσε μου λίγο από την πίτα σου και λίγο κρασί γιατί πεινάω και διψάω.»Ο μεγάλος γιος είπε.
«Αν σου δώσω πίτα και κρασί για εμένα δεν θα μείνει τίποτα μην με καθυστερείς» είπε και έφυγε.
 
Βρήκε ένα δέντρο και άρχισε να το κόβει.Υστερα από λίγο το τσεκούρι ξέφυγε και τον τραυμάτισε στο χέρι.Αναγκαστηκε να γυρίσει στο σπίτι.Ο ανθρωπάκος τον τιμώρησε για τον κακό τρόπο του.
 Έτσι αφού ο μεγάλος γιος γύρισε χωρίς ξύλα ο δεύτερος αποφάσισε να πάει στο δάσος για ξύλα.Η μητέρα τον ετοίμασε πίτα και κρασί και έφυγε για το δάσος.Μολις έφτασε στο δάσος συνάντησε τον ανθρωπάκο όπου ζήτησε και από αυτόν πίτα και κρασί. Ο μεσαίος γιος είπε.
«Αν σου δώσω πίτα και κρασί για μένα δεν θα μείνει τίποτα μην με καθυστερείς» είπε και έφυγε.Η τιμωρία του ανθρωπάκου δεν άργησε και για αυτόν.Αρχισε να κόβει ένα δέντρο το τσεκούρι όμως έπεσε πάνω στο πόδι και τον τραυμάτισε. Έτσι γύρισε στο σπίτι και αυτός άπραγος.
    
Ο χαζούλης λέει τότε στον πατέρα του.
«Θα πάω εγώ να κόψω ξύλα» 
«Δεν θα πας είδες τι έπαθαν τα αδέρφια σου» Ο χαζούλης επέμενε και ο πατέρας του με τα πολλά υποχώρησε. 
«Πήγαινε λοιπόν». Η μητέρα του τον ετοίμασε μια σταχτοπιτα και ένα μπουκάλι ξυνισμενη μπίρα. Ο χαζούλης φτάνοντας στο δάσος συνάντησε τον ανθρωπάκο ο οποίος τον χαιρέτησε και είπε.
« Δώσε μου ένα κομμάτι από την πίτα σου και λίγο κρασί πεινάω και διψάω».Ο χαζούλης λέει.
«Έχω μόνον μια σταχτοπιτα και ξυνισμενη μπίρα κόπιασε να φάμε αν σε αρέσει».Ο ανθρωπάκος δέχτηκε και μόλις άρχισαν να τρώνε η σταχτόπιτα είχε γίνει μια πολύ νόστιμη πιτα και η ξινισμένη μπίρα ένα ωραίο κρασί. Αφού έφαγαν και ήπιαν ο ανθρωπάκος λέει στον χαζούλη.
«Έχεις χρυσή καρδιά και μοιράζεσαι ότι έχεις θα σε χαρίσω κάτι. Βλέπεις αυτό το γέρικο δέντρο; Στις ρίζες του θα βρεις κάτι.» 
    

Έτσι και έγινε. Μόλις ο χαζούλης άρχισε να κόβει το δέντρο και αυτό έπεσε από τις τσεκούριες  βρήκε στις  ρίζες μια χήνα με ολόχρυσα φτερά.
Πήρε την χήνα και πήγε σε ένα πανδοχείο για να κοιμηθεί. Ο ιδιοκτήτης  είχε τρεις κόρες που άρχισαν να περιεργάζονται το παράξενο πουλί. Όταν είδαν ότι έχει χρυσά φτερά θέλησαν να το κλέψουν,και μόλις ο χαζούλης βγήκε από το δωμάτιο η μεγάλη κόρη πήγε να πάρει την χήνα. Το χέρι της όμως κόλλησε πάνω. Μετά από λίγο ήρθε η μεσαία κόρη για να πάρει ένα χρυσό φτερό μα μόλις ακούμπησε την αδερφή της κόλλησε το χέρι πάνω της. Όταν ήρθε η μικρή αδερφή φώναξαν και οι δυο.
  

«Φύγε, φύγε από εδώ!»Εκείνη δεν κατάλαβε και πήγε στην χήνα. Και σαν ακούμπησε την μεσαία αδερφή κόλλησε και αυτή. Έμειναν έτσι όλη την νύχτα. Το πρωί ο χαζούλης πήρε την χήνα αγκαλιά χωρίς να προσέξει τις αδερφές έτσι τα κορίτσια έτρεχαν πίσω του παράπατόντας πέρα δώθε. Στο δρόμο τους βλέπει ένας παπάς και εξοργισμένος λέει.
«Δεν ντρέπεστε να τρέχετε πίσω από αυτόν τον νεαρό δεν είναι σωστό.» Πήγε να αρπάξει την μικρή αδερφή κόλλησε και αυτός και έτρεχε ξοπισω τους. Παρακάτω συνάντησαν τον επίτροπο της εκκλησιας και βλέποντας το θέαμα είπε.
«Που πας παπά; Έχουμε βάπτιση σήμερα» και έτρεξε να τραβήξει τον παπά,έτσι κόλλησε και αυτός. Και γίνανε πέντε που έτρεχαν πίσω από τον χαζούλη. 
Στο δρόμο βρήκαν δυο αγρότες που γύριζαν από τα χωράφια τους και ο παπάς τους φώναξε να τους ελευθερώσουν. Αλλά μόλις ακούμπησαν τον επίτροπο κόλλησαν και αυτοί. Όλοι μαζί έφτασαν στην πόλη στην οποία ο βασιλιάς είχε μια κόρη που ήταν τόσο σοβαρή η οποία δεν γελούσε με τίποτα. Ο βασιλιάς είχε κάνει έναν νόμο που οποίος έκανε την βασιλοπούλα να γελάσει θα την παντρευόταν. Σαν το άκουσε αυτό ο χαζούλης πήγε με την ακολουθία του στο παλάτι. Και σαν είδε η βασιλοπούλα τους εφτά ανθρώπους να τρέχουν ο ένας πίσω από τον άλλον άρχισε να γελάει χωρίς να μπορεί να σταματήσει. Ο χαζούλης ζήτησε από τον βασιλιά να παντρευτεί την βασιλοπούλα. Του βασιλιά δεν του άρεσε ο χαζούλης για γαμπρός και σκεφτόταν πως να τον αποφύγει. Ζήτησε από τον χαζούλη να βρει κάποιον που θα μπορέσει να πιει όλο το κρασί που έχει το κελάρι του. Ο χαζούλης σκέφτηκε να πάει στο δάσος να βρει τον ανθρωπάκο. Πήγε λοιπόν εκεί που τον είχε συναντήσει και βλέπει έναν άντρα να κάθεται συλλογισμένος. Τον ρώτησε ο χαζούλης τι τον απασχολεί και αυτός λέει ότι έχει μεγάλη δίψα και ενώ ήπιε ένα βαρέλι κρασί δεν έχει ξεδιψάσει.
«Μπορώ εγώ να σε βοηθήσω θα χορτάσεις κρασί» είπε ο χαζούλης. Τον πήγε στο βασιλικό κελάρι και ο άνθρωπος του δάσους ήπιε όλο το κρασί σε μια μέρα. Ο χαζούλης ζήτησε από τον βασιλιά την κόρη του αλλά αυτός σκέφτηκε πάλι πως να τον αποφύγει. Έτσι το είπε ότι θα τον δώσει την κόρη του αν φέρει κάποιον που θα φάει ένα βουνό από ψωμί. Ο χαζούλης πήγε πάλι στο δάσος και εκεί βρήκε έναν λυπημένο άνθρωπο που έσφιγγε την ζώνη του.
«Έχω φάει ένα φούρνο ψωμιά αλλά το στομάχι μου είναι άδειο.»Ο χαζούλης τον είπε. 
« Θα χορτάσεις την πείνα σου εκεί που θα πάμε.» Τον πήγε στο παλάτι όπου υπήρχε ένα βουνό από ψωμί και ο άντρας άρχισε να τρώει και σε μια μέρα το έφαγε όλο. Ο χαζούλης ζήτησε πάλι από τον βασιλιά την κόρη του και αυτός σκέφτηκε πάλι να βρει τρόπο να το αποφύγει του ζήτησε λοιπόν να βρει ένα καράβι που να ταξιδεύει σε θάλασσα και σε στεριά. 
« Τότε θα πάρεις την κόρη μου για γυναίκα σου» Ο χαζούλης τράβηξε πάλι για το δάσος. Εκεί ήταν ο ανθρωπάκος ο οποίος τον είπε.
«Θα σου δώσω το πλοίο που ταξιδεύει σε θάλασσα και σε στεριά επειδή φερθηκες με καλοσύνη σε μένα» του έδωσε το καράβι και ο χαζούλης μια και δυο πίσω στον βασιλιά και τον ζητάει πάλι την κόρη του. Ο βασιλιάς μην μπορώντας να κάνει αλλιώς τον έδωσε την κόρη του. Έτσι παντρεύτηκαν και όταν ο βασιλιάς πέθανε ανέβηκε στον θρόνο ο χαζούλης και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα! 






Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Ο ΧΟΙΡΟΒΟΣΚΟΣ




Μια φορά και έναν καιρο σε ένα τόπο μακρινό ζούσε ένας φτωχός πρίγκιπας.Το βασίλειο του ήταν μικρό και φτωχό.Ηταν όμως ο πρίγκιπας τολμηρός και τα χέρια του είχαν μεγάλες.Κατασκευαζε πολλά και θαυμάσια πράγματα.Καποτε γνώρισε την κόρη του αυτοκράτορα και την ερωτεύτηκε.Αποφασισε να την ζητήσει να τον παντρευτεί.
  
  Έστειλε πρώτα τα δώρα στην πριγκίπισσα.Το πρώτο δώρο ήταν μια όμορφη τριανταφυλλιά που τα άνθη της μοσχοβολουσαν όσο τίποτα στον κόσμο.Η πριγκίπισσα χάρηκε πολύ που είχε δώρα και άνοιξε το πρώτο δέμα που ήταν η τριανταφυλλιά.Η πριγκίπισσα και οι κύριες της άυλης πήγαν κοντά στην τριανταφυλλιά και όταν η πριγκίπισσα κατάλαβε ότι είναι αληθινή είπε στον πατέρα της
«Πατέρα είναι αληθινή!»
«Πφ!! Αληθινή! έκαναν και οι κύριες της άυλης.
 
«Ας δούμε το άλλο δέμα» είπε ο αυτοκράτορας.Το δεύτερο δέμα είχε ένα κλουβί και μέσα ένα αηδόνι το οποίο άρχισε να κελαηδάει και είχε το γλυκύτερου κελάηδημα του κόσμου.
«Ελπίζω να είναι ψεύτικο»είπε η πριγκίπισσα.
«Μα είναι ζωντανό» είπαν όλοι μαζί.
«Πφ! ζωντανό αφήστε το να φύγει» και έστειλε στον πρίγκιπα αρνητική απάντηση. 
   
 Ο πρίγκιπας πείσμωσε και πήρε την απόφαση του.Ντυθηκε φτωχικά και χτύπησε την πόρτα του παλατιού και ζήτησε δουλειά σαν χοιροβοσκος.Ειχαν αναγκη από χοιροβοσκο στα αυτοκρατορικά χοιροστάσια και έτσι έπιασε δουλειά. Έγινε αυτοκρατορικός χοιροβοσκος. Επειδή τα χέρια του έφτιαχναν πολλά και ωραια πράγματα άρχισε να κατασκευάζει μια χύτρα που γύρω γύρω είχε κουδουνάκια που όταν ήταν στη φωτιά τα κουδουνάκια έπαιζαν τελεια μουσική.Και όταν έβαζες στον ατμό τα δάχτυλο μπορούσες να μυρίσεις ότι φαγητό μαγειρεύονταν στο βασίλειο.
 
Η πριγκίπισσα και οι κύριες της αυλής βγήκαν την άλλη μέρα για περίπατο στους αυτοκρατορικούς κήπους και περνώντας από το χοιροστάσιο άκουσαν τα κουδουνάκια της χύτρας που ήταν στην φωτιά.Ενθουσιαστηκε με την μουσική και έστειλε κάποια από τις κύριες της αυλής να ρωτήσει την τιμή.
 «Την θέλω αυτή την χύτρα»είπε.Ο χοιροβοσκος ζήτησε 10 φιλία από την πριγκίπισσα.
 «Ανήκουστο! » φώναξε η πριγκίπισσα και ξεκίνησε για να φύγει.Μολις άκουσε το κουδουνάκια πάλι γύρισε πίσω.
«Δέκα φιλιά από μια κυρία της αυλής» είπε η πριγκίπισσα.
«Δέκα πριγκιπικά φιλιά» είπε ο πρίγκιπας χοιροβοσκος.Η πριγκίπισσα ήθελε τόσο πολύ την χύτρα που πήρε την απόφαση να δώσει τα δέκα φιλιά.Εβαλε τις κύριες της αυλής να κάνουν κύκλο για να μην την δει κανείς και ο χοιροβοσκος πήρε τα φιλιά.Η πριγκίπισσα πήρε χαρούμενη την χύτρα και με τις κύριες της αυλής ασχολούνταν όλη μέρα και βάζοντας το δάχτυλο στον ατμό μάθαιναν τα φαγητά όλων των σπιτιών.
« Μην πήγε λέξη πως απέκτησα την χύτρα» είπε η πριγκίπισσα.

«Όχι δεν θα πούμε λέξη σε κανέναν» είπαν οι κύριες της αυλής.Ο πρίγκιπας χοιροβοσκος την άλλη μέρα άρχισε να κάνει μια ροκανα που έπαιζε όλα τα βαλς που υπήρχαν στον κόσμο. 
«Μα είναι υπέροχη!»είπε η πριγκίπισσα «πάτε να ρωτήσετε την τιμή της»
«Ζητάει εκατό φιλιά» είπε η κυρία που πήγε και ρώτησε.
«Είναι τρελός εγώ μια πριγκίπισσα να φιλήσω πάλι τον χοιροβοσκο!»ξεκίνησε προς το παλάτι αλλά γύρισε πίσω αποφασισμένη να αποκτήσει την ροκάνα.
« θα του δώσω τα δέκα φιλιά και τα υπόλοιπα θα τα πάρει από μια από εσάς»πήγαν του το είπαν αλλά εκείνος επέμενε εκατό από την πριγκίπισσα.
 «Στάθηκε γύρω μου λοιπόν» είπε η πριγκίπισσα έτσι και έγινε.Ο αυτοκράτορας πατέρας της ήταν κάπου στον κήπο και περνώντας από το χοιροστάσιο απόρησε.Πηγε σιγά σιγά και τι να δει! Η πριγκίπισσα φιλούσε τον χοιροβοσκο.Θυμωσε παρά πολύ.
« Τι γίνεται εδώ;» Είπε και έδωσε ένα χαστούκι στην πριγκίπισσα και διέταξε να τους πετάξουν έξω. Η πριγκίπισσα και ο χοιροβοσκος πρίγκιπας έφυγαν από την πολιτεία και η πριγκίπισσα έκλαιγε συνεχώς και παραπονιόταν.
 

« Τι θα κανω τώρα; έπρεπε να παντρευτώ εκείνον τον πρίγκιπα και τώρα δεν θα τραβούσα όλα αυτά με αγαπούσε και θα τον έκανα ότι ήθελα» Ο χοιροβοσκος πρίγκιπας θύμωσε πολύ βλέποντας ποσό ατομιστρια ήταν πήγε παρά πέρα φόρεσε τα πριγκιπικά του ρουχα και παρουσιάστηκε μπροστά της. 
« Εγώ ο άξεστος χοιροβοσκος είμαι ο πρίγκιπας που σε αγαπησε αλλά είσαι κακομαθημένη εγωίστρια εκμεταλλεύεσαι τα αισθήματα των άλλων για αυτό εγώ σε περιφρονώ.»Και γυρνώντας την πλάτη έφυγε και την παράτησε.Τωρα μόνη χωρίς πρίγκιπα χωρίς παλάτι χωρίς τον πατέρα της. Αυτή ήταν η αμοιβή της!


Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

ΟΙ ΑΓΡΙΟΚΥΚΝΟΙ



     
       Μια φορά και έναν καιρο σε ένα τόπο μακρινό ζούσε ένας καλόκαρδος βασιλιάς ο οποίος έχει         μια   κόρη και έντεκα γιούς.Την κόρη του την έλεγαν Ελίζα.Η βασίλισσα είχε πεθάνει και ο βασιλιάς  ξαναπαντρεύτηκε.Η καινούργια βασίλισσα ήταν όμορφη αλλά πολύ κακιά.
      
  Η κακιά βασίλισσα κάποια μέρα έδιωξε την Ελίζα από το παλάτι σε ένα αγρόκτημα τα δε  βασιλόπουλα τα μεταμόρφωσε σε έντεκα κύκνους.Στον βασιλιά είπε όταν αναζήτησε την Ελίζα και τους πρίγκιπες ότι τηνΕλιζα την έστειλε εσωτερική σε σχολείο τους δε πρίγκιπες σε στρατιωτική σχολή.
             
       Ο καλοκάγαθος βασιλιάς την πίστεψε.Τα χρόνια πέρασαν η Ελίζα μεγάλωσε και αποφάσισε να πάει στο παλάτι να δει τον πατέρα της και τα αδέρφια της.Μολις την είδαν οι φρουροί την ρώτησαν ποια είναι και εκείνη τους είπε ότι είναι η πριγκίπισσα και θέλει να δει τον πατέρα της.Οι φρουροί πήγαν στην βασίλισσα και εκείνη τους είπε να πάνε την Ελίζα κοντά της.Η βασίλισσα σαν είδε την όμορφη Ελίζα την έβαψε και την έκανε πολύ άσχημη και έτσι την παρουσίασε στον βασιλια. Ο βασιλιάς νόμισε ότι είναι απατεώνισσα και την έδιωξε. Η Ελίζα περιπλανήθηκε στο δάσος έφτασε σε ένα ποτάμι και εκεί έπλυνε το πρόσωπο της από τις βαφές της μητριάς της.Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα έκλαιγε απελπισμένη όταν βλέπει δίπλα της μια γριούλα που την ρώτησε γιατί κλαίει.Η Ελίζα εξήγησε ότι την συμβαίνει και την ρωτάει αν είδε κάπου έντεκα βασιλόπουλα.Η γριούλα είπε πως είδε σε μια λίμνη έντεκα κύκνους με κορώνες στο κεφάλι της.Η Ελίζα πήγε στην λίμνη και περίμενε κρυμμένη.Το ηλιοβασίλεμα έφτασαν οι κύκνοι και μόλις πάτησαν στη γη έγιναν έντεκα πρίγκιπες τα αδέρφια της.
              

 Η Ελίζα φανερώθηκε και γεμάτη χαρά όλοι αγκαλιάστηκαν.Οι πρίγκιπες τη είπαν για ότι τους έκανε η κακιά βασίλισσα και ότι την ημέρα είναι κύκνοι αλλά το βραδυ γίνονται ξανά άνθρωποι.Τα αδέρφια της την είπαν επίσης ότι το χάραμα πρέπει να φύγουν για την μακρινή χώρα που ζουν όλο  τον χρόνο και μόνο έντεκα μέρας έρχονται στην πατρίδα τους.Το πρωί πρέπει να γυρίσουν πίσω.Η   Ελίζα τους είπε να την πάρουν μαζί τους και άρχισαν να σκέφτονται τον τρόπο.Το μικρό    βασιλόπουλο είχε μια ιδέα να κάνουν ένα δίχτυ με χόρτα και εκεί να βάλουν την αδερφή τους και όλοι μαζί να την κουβαλήσουν πιάνοντας το δίχτυ με το Ράμφος τους.Ετι και έγινε όλη την νύχτα έπλεκαν το δίχτυ και το πρωί ήταν έτοιμο έβαλαν πάνω την Ελίζα και ξεκίνησαν το ταξίδι για το μακρινό βασίλειο.

   Πετούσαν πάνω από θάλασσες και μόλις άρχισε να νυχτώνει βρίσκανε ένα ξερονήσι και έμειναν            εκεί   την νύχτα. Το πρωί συνέχισαν το ταξίδι για την μακρινή πολιτεία. Καθώς πετούσαν πάνω από τα σύννεφα η Ελίζα είδε ένα τεράστιο λευκό παλάτι και τα αδέρφια της είπαν ότι εκεί κατοικεί η μάγισσα Μοργκανα.Το σούρουπο έφτασαν σε μια σπηλιά και είπαν την Ελίζα ότι εκεί μένουν.Η Ελίζα σκεφτόταν τι τρόπο να βρει για να λυθούν τα μαγιά των αδερφών της.Οταν αποκοιμήθηκε είδε στον ύπνο της ότι πήγε στο παλάτι της μάγισσας και εκεί εμφανίστηκε η μάγισσα που ήταν η γριούλα που την είχε πει που να βρει τα αδέρφια της. Εκείνη την είπε τι να κάνει.
«Αν θες να λυθούν τα μαγιά θα μαζέψεις από το νεκροταφείο τσουκνίδες θα τις κανείς νήμα και θα πλένεις έντεκα πουκάμισα και θα τα βάλεις πάνω σε κάθε πρίγκιπα έτσι τα μαγιά θα λυθούν και δεν θα ξαναγίνουν ποτέ κύκνοι. Όσο όμως  πλέκεις δεν θα μιλήσεις για κανένα λόγο.»

   
Έτσι έκανε άρχισε να πλέκει το πρώτο πουκάμισο αμιλητη και τα αδέρφια της κατάλαβαν ότι κάτι κάνει για το καλό τους. Μια μέρα ενώ τα αδέρφια της έλειπαν ακούστηκαν σκυλιά να γαβγίζουν έξω και σε λίγο μπήκαν στην σπίτια και πίσω τους ένας άντρας που ήταν ο βασιλιάς της χώρας. Σαν είδε την Ελίζα μαγευτικές από την ομορφιά της και την ρώτησε τι κάνει μόνη σε αυτήν την ερημιά. Εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει και όταν ο βασιλιάς έιπε ότι θα την πάρει στο παλάτι άρχισε να κλαίει. Ο βασιλιάς πήρε την Ελίζα με τα πράγματα της τα πουκάμισα και τις τσουκνίδες και πήγε στο παλάτι. Την έδωσε ένα όμορφο δωμάτιο και εκεί η Ελίζα συνέχισε το πλέξιμο. 
         
Ο αρχιεπισκόπους όμως δεν συμπάθησε την Ελίζα και περισσότερο ακόμα όταν ο βασιλιάς την παντρεύτηκε προσπαθούσε να βρει τρόπο να την συκοφαντήσει στον βασιλιά. 
   
Ένα βραδυ η Ελίζα αναγκάστηκε να πάει στο νεκροταφείο επειδή οι τσουκνίδες είχαν τελειώσει. Βγήκε λοιπόν μέσα στην νύχτα αλλά πίσω της ακολούθησε και ο αρχιεπισκόπους για να δει που πάει. Το πρωί λέει στον βασιλιά ότι είναι σίγουρος πως η Ελίζα είναι μάγισσα. Ο βασιλιάς δεν ήθελε να το πιστέψει αλλά όταν βγήκε πάλι η Ελίζα να μαζέψει τσουκνίδες μαζί με τον αρχιεπίσκοπο την ακολούθησαν. 

Εξαγριωμένος ο βασιλιάς και νομίζω νταής ότι η Ελίζα είναι μάγισσα την έριξε στην φυλάκη μαζί και τα πουκάμισα και η Ελίζα συνέχισε να πλέκει. Το πρωί την έβαλαν σε ένα καρό και την πήγαιναν στην πλατεία να την εκτελέσουν. Τα πουκάμισα τα είχε μαζί της και προσπαθούσε να τελειώσει και το τελευταίο. Ενώ το καρό ήταν κοντά στην πλατεία οι κύκνοι άρχισαν να πετάνε πάνω από την Ελίζα. Εκείνη άρχισε να τους βάζει έναν έναν τα πουκάμισα και οι κύκνοι άρχισαν να γίνονται πρίγκιπες. Τώρα η Ελίζα μπορούσε να μιλήσει και είπε σε όλους ότι είναι αθώα. Εξήγησε ότι ότι έκανε το έκανε για να σώσει τα αδέρφια της. Ο βασιλιάς την αγκάλιασε ανακουφισμένος και χαρούμενος. Όλοι μαζί πήγαν να βρουν τον πατέρα τους και όταν του είπαν τι πέρασαν από την κακιά βασίλισσα ο γερό βασιλιάς την έδιωξε κακήν κακώς.Ετσι έζησαν ευτυχισμένοι  καλά και εμείς καλύτερα . 




         
       

                  

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019


Ο ΤΖΑΚ ΚΑΙ Η ΦΑΣΟΛΙΑ 


Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε μια γυναίκα με τον μονάκριβο γιο της τον Τζακ. Ήταν πολύ φτωχοί και η μόνη περιουσία που είχαν ήταν η αγελάδα τους.Επειδη δεν είχαν τίποτε να φάνε ένα πρωί λέει η μητέρα στον Τζακ να πάει στην αγορά και να πουλήσει σε καλή τιμή την αγελάδα τους.στον δρόμο προς την αγορά συναντάει έναν παραξενο μικροσκοπικό άνθρωπο.
        
«Που πας με την αγελάδα;»ρώτησε ο παράξενος άνθρωπος.
«Πάω στην αγορά να πουλήσω την αγελάδα»
«Θα σου την αγοράσω εγω» είπε ο παράξενος άνθρωπος.Δεν θα σου δώσω όμως χρήματα αλλά θα σε δώσω πέντε μαγικά φασόλια» Ο Τζακ έκλεισε την συμφωνία από περιέργεια για τα μαγικά φασόλια επειδή δεν είχε δει ποτέ ξανά.Στο σπίτι σαν έφτασε δείχνει χαρούμενος τα φασόλια στην μητέρα του.Εκεινη θυμωμένη του λέει .
«Πως θα χορτάσουμε με αυτά τα φασόλια;»
«Είναι μαγικά φασόλια μητέρα» λέει ο Τζακ.
«Ανόητο παιδί» λέει η μητέρα του και πετάει τα φασόλια από το παράθυρο στην αυλή.Το πρωί ο Τζακ καθώς κοίταξε από το παράθυρο και είδε μια τεράστια φασόλια η οποία έφτανε ως τον ουρανό.
        
Μια και δυο οΤζακ άρχισε να ανεβαίνει και έφτασε πάνω από τα σύννεφα σε μια άλλη χώρα.Βλεπει μπροστά του ένα τεράστιο κάστρο και πάει προς την πόρτα και χτυπάει. Η πόρτα ανοίγει και βγαίνει μια γυναίκα.
 «Πως ήρθες μέχρι εδώ μικρέ;» ρώτησε «έλα μέσα πριν έρθει ο άντρας μου.Οδηγησε τον Τζακ στην κουζίνα και του έβαλε ένα πιάτο με φαγητό.Το τραπέζι ήταν τεράστιο όπως και οι καρέκλες.
 «Φάε πρέπει να πείνας» είπε η γυναίκα.Ξαφνικα ακούγονται βήματα δυνατά.
    « Ο άντρας μου ήρθε να σε κρύψω γιατί θα σε φάει.» Ο Τζακ κρύφτηκε μέσα στο φούρνο.Ενας γίγαντας ξεπρόβαλε και μόλις μπήκε στην κουζίνα είπε.

«Μου μυρίζει ανθρώπινο κρέας»
«Έτσι σε φαίνεται» είπε η γυναίκα του. «Δεν υπάρχει άνθρωπος εδώ μέσα το φαΐ σου είναι στο τραπέζι» Ογιγαντας έφαγε το τεράστιο γευμα του και μετά ζήτησε την χρυσή του κότα. ΟΤζακ τα έβλεπε ολακαι ότι η κότα γέννησε ένα χρυσό αυγό.Καθε φορά που το ζητούσε ο γίγαντας.Σε λίγο αποκοιμηθηκε ο γίγαντας και ο Τζακ βγήκε έξω από την κρυψώνα του άρπαξε την κότα και έτρεξε προς την φασόλια και άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα.Μολις έφτασε κάτω έδειξε χαρούμενος την κότα στην μητέρα του και από τότε ζούσαν πλούσια πουλώντας τα χρυσά αυγά.
  
Η φασόλια όμως ήταν εκεί και προκαλούσε τον Τζακ.Και έτσι μια μέρα ανέβηκε πάλι πήγε στο κάστρο και μπήκε κρυφά μέσα.Πηγε στην κουζίνα και κρύφτηκε μέσα σε ένα ντουλάπι.Σε λίγο ήρθε ο γίγαντας.
«Ανθρώπινο κρέας μυρίζει»είπε.
«Δεν υπάρχει ανθρωπος εδώ άντρα μου» είπε η γυναίκα.Σαν έφαγε ο γίγαντας το φαΐ του πήγε και πήρε την μαγική του άρπα από την κρυψώνα της.Η άρπα άρχισε να τραγουδάει την πιο όμορφη και γλυκιά μουσική που υπήρχε στον κόσμο.Σε λίγο ο γίγαντας αποκοιμήθηκε και ο Τζακ βρήκε την ευκαιρία και άρπαξε την άρπα.
«Αφέντη βοήθεια» φώναξε η άρπα.Ο γίγαντας έτρεξε πίσω από τον Τζακ ο οποίος άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα από την φασόλια.Μολις πάτησε κάτω φώναξε στην μητέρα του.
«Φέρε μου ένα τσεκούρι γρήγορα».Πηρε το τσεκούρι και άρχισε να κόβει την φασόλια.Ο γίγαντας ήταν στα μισά και όταν η φασόλια έπεσε στο χώμα έπεσε και γίγαντας μαζί.Ηταν το τέλος του γίγαντα.Απο τότε ο Τζακ και η μητέρα τουζησαν ευτυχισμένη με την κότα μετά χρυσά αυγά και την μαγική άρπα.


                                                                                       




Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

ΧΑΝΣΕΛ ΚΑΙ ΓΚΡΕΤΕΛ



  
Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας ξυλοκόπος μετά δυο παιδιά του τον Χάνσελ και τη Γκρέτα.Η μητέρας τους είχε πεθάνει και ο πατέρας τους είχε παντρευτεί ξανά.Ηταν πολύ φτωχοί και λίγο το φαγητό που βάζανε στο τραπέζι.Μια μέρα η μητριά λέει στον άντρα της.
«Άντρα το φαγητό είναι λιγοστό δεν φτάνει για τα παιδιά είναι καλύτερα να σηκωθούμε αύριο το πρωί και να πάμε τα παιδιά στο δάσος να τους ανάψουμε φωτιά να τους δώσουμε λίγο ψωμί και να  φύγουμε.
    
 «Τι λόγια είναι αυτά που λες γυναίκα! είναι παιδιά μου πως να τα παρατήσω θα τα φάνε τα αγρια θηρία» είπε ο ξυλοκόπος.
«Τότε το κρίμα στο λαιμό σου γιατί θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα»Αυτά τα λόγια τα έλεγε κάθε μέρα ώσπου ένα βραδυ τον έπεισε.Τα παιδιά από την πείνα δεν είχαν κοιμηθεί και άκουσαν όλα όσα είπε η μητριά.Η Γκρέτελ άρχισε να κλαίει και ο Χάνσελ την παρηγορούσε.
«Αδερφούλα μου μην κλαις δεν θα χαθούμε.Βγηκε έξω και μάζεψε αρκετά χαλίκια και τα έβαλε στην τσέπη του.
«Σηκωθείτε τεμπέληδες θα πάμε στο δάσος να κόψουμε ξύλα» τους είπε και τους έδωσε από ένα κομμάτι ψωμί.Καθως περπατούσαν μέσα στο δάσος ο Χάνσελ έριχνε κάθε τόσο και από ένα πετραδάκι.
«Κάνε γρήγορα Χάνσελ»του είπε ο πατέρας του.Αφου άφησαν τα παιδιά στο δάσος και γύρισαν πίσω τα παιδιά ακολούθησαν τα χαλίκια και γύρισαν πίσω στο σπίτι τους.Η μητριά τους έγινε έξαλλη  και τα κλείδωσε στο δωμάτιο ετσι ο Χάνσελ δεν μπόρεσε να βγει για να μαζέψει χαλίκια.Το επόμενο πρωί πάνε πάλι στο δάσος και ο Χάνσελ ρίχνει στο μονοπάτι πίσω του ψίχουλα για να βρουν το δρόμο για το σπίτι.Η Γκρέτελ και ο Χάνσελ ψάχνουν να βρουν το δρόμο αλλά τα πουλάκια έφαγαν τα ψίχουλα και χάσανε τον δρόμο.Αφου περιπλανήθηκαν φοβισμένα ακολούθησαν ένα όμορφο πουλί και το ακολούθησαν.Σε ένα ξέφωτο βλέπουν ένα σπιτάκι χτισμένο από μελόψωμο τούρτες γλυκά και παράθυρα από ζάχαρη.
  

Πεινασμένα και κουρασμενα ξεκινάνε να κόβουν από το σπίτι όταν ανοίγει η πόρτα και ξεπροβάλει μια γριά μάγισσα που καλεί τα παιδιά να πάνε μέσα.
«Ελάτε παιδιά μου να φάτε νόστιμο φαγητό και να κοιμηθείτε σε μαλακό και ζεστό κρεβάτι» Αυτή όμως είχε άλλο σκοπό να μαγειρέψει και να φάει τα παιδιά. 

Το επόμενο πρωί η μάγισσα ρίχνει τον Χάνσελ σε ένα κελί και τον ταΐζει συνεχώς για να παχύνει
Ο Χάνσελ κατάλαβε τι τον περιμένει. Κάθε μερα η μάγισσα ελέγχει το ποσό πάχυνε ο Χάνσελ.Εκεινος βρήκε ένα κοκαλάκι μέσα στο κελί και το έδειχνε στη μάγισσα και επειδή εκείνη δεν έβλεπε πολύ καλά νόμιζε ότι είναι το δάχτυλου του Χάνσελ.Περιμενει και περιμένει πολλές μέρες η μάγισσα να παχύνει ο Χάνσελ ώσπου άρχισε να βαριέται να περιμένει και άλλο.Καποια μέρα λέει στην Γκρέτελ να ανάψει τον φούρνο.Αποφασισε να φάει την Γκρέτελ.Εκεινη κατάλαβε τι είχε σκοπό να κάνει η μάγισσα και έκανε πως δεν ξέρει να ανάψει τον φούρνο.Ημαγισσα έσκυψε για να δείξει την Γκρέτελ πως να το κάνει και αυτή την δίνει μια κλωτσιά και την σπρώχνει μέσα στον φούρνο.Μετα η Γκρέτελ ελευθερώνει τον Χάνσελ βρίσκουν και περνούν μαζί τους ένα δοχείο γεμάτο με πολύτιμα πετράδια.Ευτυχως βρήκαν με την βοήθεια μιας πάπιας το σπίτι τους.Ο πατέρας τους  μόλις είδε τα παιδιά του χάρηκε πολύ τα αγκάλιασε και έκλαψε από την χαρά του.Η μητριά τους είχε πεθάνει και με το θησαυρό της μάγισσας έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.

Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...