Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019



                         

                                           ΠΙΝΟΚΙΟ

Μια φορά κι έναν καιρο σε ένα μέρος μακρινό ζούσε ο ξυλουργός Τζεπετο.Καποια μέρα του χάρισαν  ένα καλό κομμάτι ξύλο και σκεφτόταν τι να φτιάξει με αυτό.
«Θα φτιάξω μια όμορφη μαριονέτα ήθελα πολύ ένα παιδάκι αλλά αφού δεν μπόρεσα να αποκτήσω θα κατασκευάσω μια όμορφη μαριονέτα για να με κρατάει συντροφιά.»Και αρχίζει να σκαλίζει το ξύλο.
    
 «Είναι σχεδόν έτοιμη»αναφώνησε ο Τζεπετο.
«Έγινε πολύ όμορφη θα κανω κάτι διορθώσεις ακόμη»Άρχισε λοιπόν να ζωγραφίζει μάτια μύτη στόμα.
«Το όνομα σου θα είναι Πινόκιο»είπε.Η καλή νεράιδα άκουγε αυτά που έλεγε ο Τζεπετο.
«Είναι καλός άνθρωπος θα του κανω ένα δώρο.Θα μεταμόρφωση την μαριονέτα σε παιδάκι» Ο Τζεπετο έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν το επόμενο πρωί βρέθηκε μπροστά στην μαριονέτα που μιλούσε.Ο Πινόκιο κουνιόταν και κλωτσούσε σαν άγριο άλογο.
«Οι προσευχές μου ακούστηκαν είσαι αληθηνο παιδάκι και έφερε ρούχα και φαΐ για τον Πινόκιο.
 «Πρέπει να πας σχολείο όπως όλα τα παιδάκια είπε ο Τζεπετο και αγόρασε βιβλία με τα λίγα χρήματα που είχε.Η καλή νεράιδα συμβούλεψε τον Πινόκιο να προσέχει και να είναι καλό παιδί.τουδωσε και έναν γρύλο για να τον συμβουλεύει.
  
 Στο δρόμο όμως ο Πινόκιο συνάντησε δυο κατεργάρηδες τον γάτο και την πονηρή αλεπού.Αυτοι του είπαν ότι δεν χρειάζεται να πάει σχολείο.Τον πούλησαν λοιπόν οι κατεργάρηδες σε ένα κουκλοθέατρο που το είχε ένας πολύ άγριος θιασάρχης.
«Αξίζει το βάρος σου σε χρυσό θα σε χρησιμοποιήσω λοιπόν» Οαγριος θιασάρχης έκλεισε τον Πινόκιο εσένα κλουβί για να μην το σκάσει.

Ο Πινόκιο έκλαιγε απελπισμένος.
«Άχ τι έπαθα πίστεψα και ακολούθησα τους δυο απατεώνες θέλω να πάω στον μπαμπά μου»
Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του η καλή νεράιδα.
«Τι σου συνέβη;»τον ρώτησε.Ο Πινόκιο ντράπηκε πολύ και με το κεφάλι σκυμμένο απάντησε.
«Καλή μου νεράιδα με απήγαγαν» σταμάτησε όμως τρομαγμένος γιατί η μύτη του άρχισε να μεγαλώνει.
«Πινόκιο μην λες ψέματα  θα σε βοηθήσω να φύγεις αλλά θα πας στο σπίτι σου»
 

Έτσι και έγινε η καλή νεράιδα κράτησε τον λόγο της και ο Πινόκιο πήρε τον δρόμο για το σπίτι.Στον δρόμο συνάντησε τον φίλο του τον φυτίλη.
«Που πας φυτιλη;» είπε ο Πινόκιο.
«Πάω στην παιχνιδουπολι Πινόκιο εσυ;»
«Εγώ πάω στο σπίτι μου και αύριο θα πάω σχολείο» είπε ο Πινόκιο.Ο φυτιλης τον κοίταξε καλά καλά.
« σχολείο; μα υπάρχει η παιχνιδουπολι που τα παιδιά όλη μέρα παίζουν χωρίς σχολείο και μαθήματα είπε ο φυτιλης.Εκεινη την στιγμή περνάει μια άμαξα γεμάτη παιδιά και φωνάζουν τον Πινόκιο.
«Έλα μαζί μας Πινόκιο θα περάσουμε πολύ ωραια.» Ο Πινόκιο ακολούθησε τα παιδιά.Την άλλη μέρα βρέθηκε στην αγορά μεταμορφωμένος γαϊδουράκι. Ενώ δούλευε πολύ σκληρά έσπασε το πόδι του και τον πέταξαν στην θάλασσα.Εκει τον κατάπιε μια τεράστια φάλαινα και στο στομάχι της που βρέθηκε βλέπει τον Τζεπετο.Με την βοήθεια του γρύλλου κατάφερε να βγει μαζί με τον Τζεπετο από το στόμαχι της φάλαινας και με μια σχέδια διέφυγαν. Όταν γύρισαν στο σπίτι η καλή νεράιδα έκανε αληθινό παιδάκι τον Πινόκιο και μαζί με τον Τζεπετο ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα. 



Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

     


ΤΑ ΤΡΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ

 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια που ζούσαν με την μαμά τους την κυρία γουρούνα.Μια μέρα η μαμά τους λέει στα τρία γουρουνάκια.
«Παιδάκια μου μεγαλώσατε και πρέπει να κάνετε τα δικά σας σπιτάκια είναι καιρός να πάρετε την ζωή στα χερια σας»
Τα γουρουνάκια κοίταξαν την μαμά τους ανήσυχα 
«Πρέπει να φύγουμε από το σπίτι; Και που να πάμε; Δεν ξέρουμε τίποτα από τον κόσμο»
«Μην φοβάστε τους λέει η μαμά τους μόνο να προσέχετε πολύ τον κακό λύκο γιατί είναι πονηρός και κακός»
 
 Έτσι τα τρία γουρουνάκια αποχαιρέτησαν την μαμά τους και πήραν το δρόμο πρωί πρωί.Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν έναν χωρικό που στο κάρο του είχε άχυρα.Του λέει το ένα γουρουνάκι.
«Μου δίνεις λίγα άχυρα για να χτισω το σπιτάκι μου;» Ο χωρικός του έδωσε αρκετά άχυρα για να χτίσει το σπιτάκι που ήθελε.Τα αλλά δυο γουρουνάκια συνέχισαν τον δρόμο τους.
Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν ένα χωρικό που το κάρο του ήταν φορτωμένο με ξύλα.Το δεύτερο γουρουνάκι λέει στον χωρικό.
«Μου δίνεις λίγα ξύλα για να χτίσω το σπιτάκι μου;»
Ο χωρικός του έδωσε αρκετά από τα ξύλα του για να χτίσει το σπιτάκι του.
Ο μεγαλύτερος αδερφός τους συνέχισε τον δρόμο του οσίου συνάντησε έναν χωρικό που το  κάρο ήταν φορτωμένο με πέτρες 
«Μου δίνεις λίγες πέτρες για να χτίσω το σπιτάκι μου;» Λέει το γουρουνάκι.
Ο χωρικός έδωσε στο γουρουνάκι αρκετές πέτρες για να χτίσει το σπιτάκι του.
Το μικρό γουρουνάκι έχτισε το σπιτάκι από άχυρο και αφού το τελείωσε έκατσε στην αυλή να ξεκουραστεί.Ομως ο κακός λύκος που τριγυρνούσε με άδειο το στομάχι του πεινασμένος μόλις είδε το γουρουνάκι έτρεξαν τα σάλια του και άρχισε σιγά σιγά να πλησιάζει το γουρουνάκι.Εκεινο τον είδε και έτρεξε μέσα στο σπιτάκι του.
«Άνοιξε με γουρουνάκι δεν θα σε πειράξω μη φοβάσαι.»
«Όχι δεν σε ανοίγω γιατί θα με φας!»
«Άνοιξε με γιατί θα φυσηξω και θα γκρεμίσω το σπιτάκι σου λέει ο λύκος.Και μια και δυό φουσκώνει και φυσάει δυνατά και γκρεμίζει το σπιτάκι από άχυρα.Το μικρό γουρουνάκι τρέχει και μπαίνει στο σπιτάκι του δεύτερου αδερφού του και κλειδώνονται φοβισμένα.Ο κακός λύκος χτυπάει την πόρτα και λέει. 
«Άνοιξε με γουρουνάκι δεν θα σε πειραξω»
«Όχι δεν σε ανοίγω γιατί θα μας φας»
Άνοιξε με γιατί αλλιώς θα φυσήξω και το σπιτάκι σου θα πέσει» και μια και δυο φουσκώνει φυσάει πάρτο κάτω το ξύλινο σπιτάκι.



Τα δυο γουρουνάκια έτρεξαν γρήγορα στο σπιτάκι του μεγάλου αδερφού τους και κλειδώθηκαν μέσα και Νάσου και ο κακός λύκος το κατόπιν.
«Άνοιξε με γουρουνάκι δεν θα σε πειραξω.»
Όχι δεν σε ανοίγω γιατί θα μας φας»
«Άνοιξε γιατί θα φυσηξω και το σπιτάκι σου θα πέσει» είπε ο λύκος.Και μια και δυο φουσκώνει φυσάει τίποτα το σπιτάκι το χτιστό με πέτρες δεν πέφτει.Φουσκωνει φυσάει πάλι ο λύκος τίποτα.Νευριαζει ξανά φυσάει το σπιτάκι όρθιο.Σκεφτεται τότε πως να βγει τρόπο να μπει μέσα.
Βλέπει την καμινάδα και αρχίζει να ανεβαίνει στην σκεπή.Τα γουρουνάκια τον άκουσαν και κατάλαβαν τι πάει να κάνει.Το μεγάλο γουρουνάκι πάει στο τζάκι και βγάζει το καπάκι της μεγάλης χύτρας που έβραζε νερό.Ολυκος δίνει μια και πηδάει μέσα από την καμινάδα στο τζάκι και στο βραστό νερό και αφού κάηκε άρχισε να τρέχει φωνάζοντας προς το δάσος.Ετσι τα τρία γουρουνάκια υσηχασαν από τον κακό λύκο και ζήσανε αυτά καλά και εμείς καλύτερα!





Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...