ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ
Μια φορά και έναν καιρο σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που δεν είχανε παιδιά. Η βασίλισσα προσευχόταν πάντοτε για να αποκτήσει ένα παιδάκι. Κάποια μέρα ο Άγγελος την είπε ότι θα αποκτήσει έναν γιο γιατί ακούστηκαν οι προσευχές της.
Ο γιός της θα έχει ένα χάρισμα,οποία κι αν είναι η επιθυμία του θα πραγματοποιείται. Πέρασε ο καιρός και η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα πανέμορφο αγοράκι και ήταν πολύ ευτυχισμένη.
Μια μέρα με το μωρό αγκαλιά την πήρε ο ύπνος καθώς καθόταν στον κήπο. Ένας μάγειρας του παλατιού ήξερε το χάρισμα του παιδιού, το άρπαξε και γέμισε το φόρεμα της βασίλισσας με αίμα από μια κότα που έσφαξε. Κατηγόρησε την βασίλισσα ότι άφησε το παιδί και το κατασπάραξε ένα θηρίο.
Ο βασιλιάς εξοργισμένος φυλάκισε την βασίλισσα σε έναν πυργο βαθιά στο δάσος χωρίς φαΐ και νερό για να πεθάνει. Οι άγγελοι όμως με την μορφή περιστεριών πήγαιναν στο παράθυρο του πυργου
και άφηναν φαΐ και νερό για την βασίλισσα.
Ο μάγειρας το παιδί το είχε κρύψει σε ένα κάστρο που ο μικρός πρίγκιπας το ζήτησε για τον μάγειρα και έγινε η επιθυμία του. Για να μην είναι μόνος ο μικρός πρίγκιπας ο μάγειρας του είπε να ζητήσει ένα κοριτσάκι για συντροφιά.
Έτσι και έγινε το κοριτσάκι ήταν πανέμορφο και συντρόφευε τον μικρό. Ο καιρός περνούσε και ο μάγειρας όλο ζητούσε πλούτη πολλά χρυσάφι παλάτια. Φοβόταν όμως ότι κάποια μέρα ο πρίγκιπας θα έβρισκε τους δικούς του και θα έλεγε όλα αυτά στον πατέρα του.
Έτσι είπε στο κορίτσι την ώρα που ο πρίγκιπας κοιμάται να του κόψει την γλώσσα. Το κορίτσι αρνήθηκε και ο μάγειρας την απείλησε ότι θα την σκοτώσει αν δεν υπακούσει. Με τα πολλά το κορίτσι δέχτηκε.
Όταν εκείνος έλειπε το κορίτσι σκότωσε ένα ελάφι του έκοψε την γλώσσα και την καρδιά για να τα δει ο μάγειρας και να την πιστέψει, τον πρίγκιπα τον είπε να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι. Όταν την ρώτησε αυτός αν σκότωσε τον πρίγκιπα, ο πρίγκιπας τα άκουσε όλα.
« κακούργε θέλησες να με σκοτώσεις και να κόψεις την γλώσσα μου» φώναξε αγριεμένος και τον μεταμόρφωσε σε σκυλί με μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό.
« θα τρως μόνο αναμμένα κάρβουνα» την είπε.
Αμέσως ο μάγειρας έγινε σκύλος με την αλυσίδα στον λαιμό. Μετά από λίγες ημέρες ενώ ο πρίγκιπας καθόταν συλλογισμένος στον κήπο ένα άσπρο περιστέρι κάθησε στον ώμο του και του είπε όλη την ιστορία με τον μάγειρα και την φυλακισμένη βασίλισσα. Φώναξε ο πρίγκιπας την φίλη του και την είπε ότι θα πάει στην πατρίδα του και αν θέλει να πάει μαζί του.
« πως να έρθω η πατρίδα σου είναι τόσο μακριά!» Και καθώς δίσταζε και έλεγε δεν θέλει να χωρίσουν ο πρίγκιπας την μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο γαρύφαλλο και την πήρε μαζί του.
Ξεκίνησε και ο σκύλος τον ακολουθούσε. Έφτασε στον πυργο ήταν φυλακισμένη η μητέρα του αλλά ο πύργος ήταν πολύ ψηλός.
« να είχα μια σκάλα!» και αμέσως μια σκαλα εμφανίστηκε ακουμπισμένα στον τοίχο. Ο πρίγκιπας ανέβηκε και από το παράθυρο είδε την μητέρα του.
« αγαπημένη μου μητέρα είσαι ζωντανή!» μπήκε μέσα την αγκάλιασε εξήγησε τα ψέματα του μάγειρα οτι τον έφαγαν τα θηρία, και την υποσχέθηκε ότι γρήγορα θα την απελευθερώσει.
Συνέχισε τον δρόμο του και όταν έφτασε στο παλάτι ζήτησε δουλειά κυνηγού, λέγοντας ότι ήταν Αρίστος κυνηγός. Ο βασιλιάς τον δέχτηκε και του είπε.
« χρειαζωμε έναν κυνήγι για ελάφια και αγριόχοιρους, είσαι ικανός;»
« σαν και εμένα άλλος δεν υπάρχει, δεν θα λείψουν αυτά ποτέ από το παλάτι» και ο βασιλιάς τον έκανε αρχηκυνηγο.
Την άλλη μέρα πήγε μαζί με άλλους κυνηγούς και έκανε την ευχή να γεμίσει ο τόπος κυνήγι. Αμέσως ελάφια, ζαρκάδια, αγριόχοιροι ξετρύπωσαν και οι κυνηγοί σκότωσαν πολλά και τα πήγαν στο παλάτι.
« Μα εγώ είμαι ένας ταπεινός κυνηγός βασιλιά μου!» Ο βασιλιάς επέμενε και τον διέταξε να έρθει στο γεύμα.
Το μυαλό του πρίγκηπα σε όλη την διάρκεια του γεύματος ήταν στην μητέρα του και ευχήθηκε κάποιος από όλους εκεί να την θυμηθεί. Μόλις έκανε την ευχή ο αρχιστράτηγος είπε.
« βασιλιά μου εμείς τρώμε και πίνουμε εδώ η βασίλισσα μας όμως τι να κάνει άραγε; ζει ή, έχει πεθάνει;» ο βασιλιάς θλιμμένος είπε.
« με την απερισκεψία της έχασα τον γιο μου τον έφαγαν τα θηρία μην την αναφέρετε λοιπόν» Ο πρίγκιπας δεν άντεξε άλλο και είπε.
« βασιλιά μου κοίταξε με καλά είμαι ο γιος σου δεν με έφαγαν τα θηρία, και η μητέρα μου άδικα είναι τόσα χρόνια υποφέρει, ο κακός μάγειρας τα έκανε όλα αυτά» εξήγησε δε ένα ένα όλα στον βασιλιά πατέρα του, έφερε και τον σκύλο μάγειρα και είπε.
« να ο υπαίτιος, και τώρα θα τον δεις όπως ήταν» και αμέσως τον έκανε όπως πριν. Ο βασιλιάς οργισμένος διαιταξε να τον κλείσουν σε ένα μπουντρούμι.
« τώρα πατέρα μου θα σου δείξω το κορίτσι που μεγάλωσαμε μαζί και με έσωσε την ζωή όταν την διέταξε ο μάγειρας να με σκοτώσει» είπε και έβγαλε το γαρύφαλλο από την τσέπη του και έκανε πάλι την πανέμορφη κοπέλα όλο ομορφιά και λάμψη.
Ο βασιλιάς έστειλε να φέρουν πίσω από τον Πύργο στο παλάτι την βασιλισσα και όταν γύρισε συγχώρεσε τον βασιλιά για την σκληράδα του. Ήταν πολύ ευτυχισμένη η βασίλισσα αλλά μετά τρεις ημέρες πέθανε. Ο βασιλιάς δεν άντεξε και λίγες μέρες μετά, πέθανε και αυτός. Το βασιλόπουλο παντρεύτηκε το όμορφο κορίτσι που έφερε μαζί του σαν γαρύφαλλο και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.