Όσο περνούσε η ώρα και δεν μπορούσε να βρει το τόπι της έκλαιγε και πιο δυνατά.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή να την λέει.
«Τι έχεις μικρή πριγκίπισσα και κλαις τόσο πολύ;ακόμα και οι πέτρες σε λυπούνται»
Η πριγκίπισσα γυρνάει το κεφάλι της και βλέπει ένα βατραχο να την μιλάει.
«Εσυ είσαι βατραχάκο;κλαίω γιατί το χρυσό μου τόπι έπεσε στο πηγάδι και δεν μπορώ να το πιάσω»
«Και γιαυτο κλαις;λέει ο βάτραχος.Πολυ εύκολο για εμένα.Θα παω και θα σου το φέρω αλλά θέλω κάτι για αντάλλαγμα»
«Ότι μου ζητήσεις θα στο δώσω του λέει η πριγκιπισσα.Θελεις τα χρυσαφικά μου;θέλεις τα διαμάντια μου ακόμα και την Κορωναίου θα σου έδινα για να μου φέρεις το χρυσό μου τόπι.»
«Πριγκιπισσα μου δεν θέλω τίποτε από όλα αυτά που μου λες παρά μόνο την φιλία σου.Θελω να είμαι φίλος σου να με αφήνεις να κάθομαι δίπλα στο τραπέζι σου να τρώω από το πιάτο σου να κοιμάμαι στο κρεβάτι σου»
Η μικρή πριγκιπισσα δεν σκέφτηκε πολύ και λέει στον βάτραχο.
«Στο υπόσχομαι ότι μου ζήτησες θα το κανω αρκεί να μου φέρεις το τόπι μου»
Ο βάτραχος δίνει μια και βρίσκεται μέσα στο πηγάδι και σε λίγο βγαίνει με το χρυσό τόπι στο στόμα του και το δίνει στην μικρή πριγκιπισσα.Εκείνη παίρνει το τόπι και αρχίζει να τρέχει χωρίς να πάρει το βάτραχο μαζί της όπως είχες υποσχεθεί.
«Περίμενε με πριγκιπισσα μου εγώ δεν μπορώ να τρέχω τόσο γρήγορα σαν εσένα περίμενε με»
Η πριγκιπισσα που να τον ακούσει.Τρεχει και φτάνει στο παλάτι χαρούμενη που έχει πάλι το τόπι της.
Την επόμενη ημέρα την ώρα του φαγητού τρώγοντας με τον βασιλιά πατέρα της και τις αδερφές της ακούγεται χτύπημα στην πόρτα και κάποιος να λέει.
«Πριγκιπισσα η πιο μικρή από όλες να μου ανοίξεις την πόρτα»
Η πριγκιπισσα έτρεξε προς την πόρτα να δει ποιος είναι.Μολις ανοίγει βλέπει τον βάτραχο και αμέσως τρομαγμένη κλείνει την πόρτα.
«Τι έπαθες; τι είδες; Κανέναν γίγαντα και τρόμαξες τόσο πολύ;»
«Όχι δεν είδα γίγαντα ένας βάτραχος είναι»
«Και τι μπορεί να θέλει ένας βάτραχος από εσένα;»είπε ο βασιλιάς.
Έτσι η μικρή πριγκιπισσα είπε στον βασιλιά πατέρα της την περιπέτεια της με το τόπι της και τον βάτραχο.
«Πριγκιπισσα μικρή άνοιξε την πόρτα και κάνε ότι υποσχέθηκες»
Ο βασιλιάς θυμωμένος την λέει.
«Ότι υποσχέθηκες πρέπει να το κανείς.Πηγαινε και άνοιξε την πόρτα αμέσως»
Ο βάτραχος μπήκε μέσα και γραμμή για το τραπέζι δίνει μια και δυο και πάνω στο τραπέζι δούλα στην πριγκιπισσα.Αρχισε να τρώει από το χρυσο πιάτο της πριγκίπισσας και να πίνει από το χρυσό ποτηρακιτης.Εκεινη τον κοιτούσε αηδιασμένη αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.Μολις τελείωσε το φαγητό του ο βάτραχος λέει στην πριγκίπισσα.
«Τώρα έχω χορτάσει αλλά νυστάζω και θέλω να κοιμηθώ.Πηγαινε με στο ζεστό σου κρεβατακι»
Η μικρή πριγκίπισσα άρχισε να κλαίει.Δεν ήθελε ο κρύος βάτραχος να κοιμηθεί στο κρεβάτι της.Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και την λέει.
«Δεν φερόμαστε έτσι άσχημα σε όποιον μας βοηθάει όταν έχουμε ανάγκη»
Η πριγκίπισσα έπιασε τον βάτραχο αηδιασμένη και ανέβηκε στο δωμάτιο της και εκεί τον άφησε σε μια γωνία.Ο βάτραχος όμως την είπε «βάλεμε και εμένα στο ζεστό κρεβατακι σου αλλιώς θα το πω στον βασιλιά πατέρα σου»Η πριγκίπισσα θύμωσε τότε πολύ έπιασε τον βάτραχο και τον πέταξε με δύναμη στον τοίχο.Ο βάτραχος τότε άλλαξε και έγινε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο.Το βασιλόπουλο εξήγησε στην μικρή πριγκίπισσα ότι μια μάγισσα κακιά τον έκανε βάτραχο για να μείνει όλη την ζωή στο πηγάδι γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να λύσει τα μαγιά της.Ομως η μικρή πριγκίπισσα μπόρεσε να τα σπάσει και να γίνει πάλι το όμορφο βασιλόπουλο όπως ήταν.Η επιθυμία του βασιλιά ήταν να παντρευτεί η πριγκίπισσα το βασιλόπουλο έτσι και έγινε.Την άλλη μέρα το πρωί μια άμαξα με οκτώ άσπρα άλογα τους πήρε για το παλάτι του βασιλόπουλο.Με χρυσες αλυσίδες έσερναν τα άλογα την άμαξα και ο πιστός υπηρέτης του βασιλόπουλου ο Ερρίκος την οδηγούσε.Ο Ερρικος από την θλίψη του είχε δέσει την καρδιά του με σιδερένιες ταινίες για να μην σπάσει.Καθως η άμαξα προχωρούσε προς το παλάτι ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και το βασιλόπουλο νόμισε ότι έπαθε κάποια ζημιά η άμαξα.
«Τι έπαθε Ερρίκο η άμαξα;» ρώτησε το βασιλόπουλο τον άμαξα.
«Τίποτε βασιλιά μου μόνο που σπάνε οι ταινίες που είχα στην καρδιά μου για να μην σπάσει εκείνη από τον πόνο μου που ήσουν βάτραχος υσηχασε.Ο Ερρικος λοιπόν ευτυχισμένος συνέχισε να οδηγεί την άμαξα με τον βασιλιά και την μικρή πριγκίπισσα μέχρι το παλάτι και εκεί έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.