Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018


                              Η βασιλοπούλα και το μπιζέλι 

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας όμορφος πρίγκιπας με  ετον βασιλιά πατέρα του και την βασίλισσα μητέρα του.Ηθελε να παντρευτεί μια αληθινή πριγκίπισσα αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε μια.Ετσι λοιπόν ταξίδεψε σε πολλά βασιλεια είδε πολλές πριγκίπισσες αλλά δεν βρήκε αυτήν που θα ήθελε.Και πήρε τον δρόμο του γυρισμού θλιμμένος παρά πολύ.
  

Ένα βραδυ ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα αστραπές, βροντές, αέρας δυνατός, βροχή και ξάφνου ακούγεται ένα κτύπημα στη πόρτα και ο βασιλιάς πάει και ανοίγει και τι να δει μπροστά του.Μια όμορφη κοπέλα στέκονταν μπροστά του βρεγμένη ως το κόκκαλο.Απο τα μαλλιά της τρεχαν νερά και τα όμορφα ρούχα της ήταν μούσκεμα με λίγα λόγια βρεγμένη ως το κόκκαλο.Ειπε ότι ήταν πριγκίπισσα και ζήτησε να μείνει στο παλάτι να γλυτώσει από την βροχή.Μπηκε μέσα τρέμοντας από το κρύο έτσι βρεγμένη που ήταν και τους ευχαρίστησε που την δέχτηκαν.

Η βασίλισσα σκέφτηκε ότι σύντομα θα μάθει εάν όντως είναι μια πραγματική πριγκίπισσα όπως είπε.Δεν μίλησε αλλά πήγε στην κάμαρη που θα κοιμόταν η πριγκίπισσα και ζήτησε από τους υπηρέτες να φέρουν πολλά στρώματα και αφού τα στρωσαν στο κρεβάτι έβαλε κάτω κάτω ένα μπιζέλι.Μετα φώναξε την πριγκίπισσα να πάει στην κάμαρη να ξαπλώσει να κοιμηθεί.Το πρωί η βασίλισσα ρώτησε την πριγκίπισσα.
 «Πως κοιμήθηκες καλή μου; ήσουν άνετα;»
Η πριγκίπισσα απάντησε.
«Όλα ήταν πολύ όμορφα τα μαξιλάρια πολύ μαλακά τα σεντόνια απαλά και ζεστά αλλά το στρώμα ήταν σκληρό και κάτι με ενοχλούσε.Ετσι βασίλισσα μου δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και έχω γεμίσει στο σώμα μου μελανιές.Ηταν απαίσια.Η βασίλισσα κατάλαβε ότι ήταν μια πραγματική πριγκίπισσα.
 

Άλλωστε ποιος άλλος θα ενοχλούνταν από ένα μπιζέλι κάτω από είκοσι στρώματα! Μονο μια πριγκίπισσα αληθινή.Ετσι λοιπόν ο πρίγκιπας βρήκε την πραγματική πριγκίπισσα που έψαχνε  τόσο καιρό και την παντρεύτηκε.Το δε μπιζέλι το βάλανε στο μουσείο να το βλέπουν όλοι.Ετσι ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...


                           Ο βασιλιάς βάτραχος 


Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς Μπέτις κόρες του.Ειχε πολλές κόρες αλλά η μικρότερη ήταν τόσο όμορφη που ακόμα και ο ήλιος δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφη κοπέλα σαν την μικρή πριγκίπισσα.Η μικρή πριγκίπισσα πήγαινε στο δάσος που ήταν κοντά στο παλάτι εκεί δε είχε ένα πηγάδι που η μικρή πριγκιπισσα όταν είχε ζέστη έσκυβε από επάνω για να δροσιστεί.Ειχε ένα τόπι χρυσό και με αυτό έπαιζε.Το πετούσε ψηλά και το έπιανε και έτσι περνούσε την ώρα της διασκεδάζοντας.Μια μέρα καθώς πετούσε το χρυσό της τόπι ψηλά εκείνο έπεσε μέσα στο πηγάδι.
Η μικρή πριγκίπισσα έτρεξε και έσκυψε πάνω από το πηγάδι και είδε το τόπι της να κατεβαίνει και να κατεβαίνει όλο και πιο βαθιά.
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
  

Όσο περνούσε η ώρα και δεν μπορούσε να βρει το τόπι της έκλαιγε και πιο δυνατά.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή να την λέει.
«Τι έχεις μικρή πριγκίπισσα και κλαις τόσο πολύ;ακόμα και οι πέτρες σε λυπούνται»
Η πριγκίπισσα γυρνάει το κεφάλι της και βλέπει ένα βατραχο να την μιλάει.
«Εσυ είσαι βατραχάκο;κλαίω γιατί το χρυσό μου τόπι έπεσε στο πηγάδι και δεν μπορώ να το πιάσω»
«Και γιαυτο κλαις;λέει ο βάτραχος.Πολυ εύκολο για εμένα.Θα παω και θα σου το φέρω αλλά θέλω κάτι για αντάλλαγμα»
 

«Ότι μου ζητήσεις θα στο δώσω του λέει η πριγκιπισσα.Θελεις τα χρυσαφικά μου;θέλεις τα διαμάντια μου ακόμα και την Κορωναίου θα σου έδινα για να μου φέρεις το χρυσό μου τόπι.»
«Πριγκιπισσα μου δεν θέλω τίποτε από όλα αυτά που μου λες παρά μόνο την φιλία σου.Θελω να είμαι φίλος σου να με αφήνεις να κάθομαι δίπλα στο τραπέζι σου να τρώω από το πιάτο σου να κοιμάμαι στο κρεβάτι σου»
Η μικρή πριγκιπισσα δεν σκέφτηκε πολύ και λέει στον βάτραχο.
«Στο υπόσχομαι ότι μου ζήτησες θα το κανω αρκεί να μου φέρεις το τόπι μου»
Ο βάτραχος δίνει μια και βρίσκεται μέσα στο πηγάδι και σε λίγο βγαίνει με το χρυσό τόπι στο στόμα του και το δίνει στην μικρή πριγκιπισσα.Εκείνη παίρνει το τόπι και αρχίζει να τρέχει χωρίς να πάρει το βάτραχο μαζί της όπως είχες υποσχεθεί.
«Περίμενε με πριγκιπισσα μου εγώ δεν μπορώ να τρέχω τόσο γρήγορα σαν εσένα περίμενε με»
Η πριγκιπισσα που να τον ακούσει.Τρεχει και φτάνει στο παλάτι χαρούμενη που έχει πάλι το τόπι της.
Την επόμενη ημέρα την ώρα του φαγητού τρώγοντας με τον βασιλιά πατέρα της και τις αδερφές της ακούγεται χτύπημα στην πόρτα και κάποιος να λέει.
«Πριγκιπισσα η πιο μικρή από όλες να μου ανοίξεις την πόρτα»
Η πριγκιπισσα έτρεξε προς την πόρτα να δει ποιος είναι.Μολις ανοίγει βλέπει τον βάτραχο και αμέσως τρομαγμένη κλείνει την πόρτα.
«Τι έπαθες; τι είδες; Κανέναν γίγαντα και τρόμαξες τόσο πολύ;»
«Όχι δεν είδα γίγαντα ένας βάτραχος είναι»
«Και τι μπορεί να θέλει ένας βάτραχος από εσένα;»είπε ο βασιλιάς.
Έτσι η μικρή πριγκιπισσα είπε στον βασιλιά πατέρα της την περιπέτεια της με το τόπι της και τον βάτραχο.
«Πριγκιπισσα μικρή άνοιξε την πόρτα και κάνε ότι υποσχέθηκες»
Ο βασιλιάς θυμωμένος την λέει.
«Ότι υποσχέθηκες πρέπει να το κανείς.Πηγαινε και άνοιξε την πόρτα αμέσως»
Ο βάτραχος μπήκε μέσα και γραμμή για το τραπέζι δίνει μια και δυο και πάνω στο τραπέζι δούλα στην πριγκιπισσα.Αρχισε να τρώει από το χρυσο πιάτο της πριγκίπισσας και να πίνει από το χρυσό ποτηρακιτης.Εκεινη τον κοιτούσε αηδιασμένη αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.Μολις τελείωσε το φαγητό του ο βάτραχος λέει στην πριγκίπισσα.
«Τώρα έχω χορτάσει αλλά νυστάζω και θέλω να κοιμηθώ.Πηγαινε με στο ζεστό σου κρεβατακι»
 

Η μικρή πριγκίπισσα άρχισε να κλαίει.Δεν ήθελε ο κρύος βάτραχος να κοιμηθεί στο κρεβάτι της.Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και την λέει.
«Δεν φερόμαστε έτσι άσχημα σε όποιον μας βοηθάει όταν έχουμε ανάγκη»
Η πριγκίπισσα έπιασε τον βάτραχο αηδιασμένη και ανέβηκε στο δωμάτιο της και εκεί τον άφησε σε μια γωνία.Ο βάτραχος όμως την είπε «βάλεμε και εμένα στο ζεστό κρεβατακι σου αλλιώς θα το πω στον βασιλιά πατέρα σου»Η πριγκίπισσα θύμωσε τότε πολύ έπιασε τον βάτραχο και τον πέταξε με δύναμη στον τοίχο.Ο βάτραχος τότε άλλαξε και έγινε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο.Το βασιλόπουλο εξήγησε στην μικρή πριγκίπισσα ότι μια μάγισσα κακιά τον έκανε βάτραχο για να μείνει όλη την ζωή στο πηγάδι γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να λύσει τα μαγιά της.Ομως η μικρή πριγκίπισσα μπόρεσε να τα σπάσει και να γίνει πάλι το όμορφο βασιλόπουλο όπως ήταν.Η επιθυμία του βασιλιά ήταν να παντρευτεί η πριγκίπισσα το βασιλόπουλο έτσι και έγινε.Την άλλη μέρα το πρωί μια άμαξα με οκτώ άσπρα άλογα τους πήρε για το παλάτι του βασιλόπουλο.Με χρυσες αλυσίδες έσερναν τα άλογα την άμαξα και ο πιστός υπηρέτης του βασιλόπουλου ο Ερρίκος την οδηγούσε.Ο Ερρικος από την θλίψη του είχε δέσει την καρδιά του με σιδερένιες ταινίες για να μην σπάσει.Καθως η άμαξα προχωρούσε προς το παλάτι ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και το βασιλόπουλο νόμισε ότι έπαθε κάποια ζημιά η άμαξα.
«Τι έπαθε Ερρίκο η άμαξα;» ρώτησε το βασιλόπουλο τον άμαξα.
«Τίποτε βασιλιά μου μόνο που σπάνε οι ταινίες που είχα στην καρδιά μου για να μην σπάσει εκείνη από τον πόνο μου που ήσουν βάτραχος υσηχασε.Ο Ερρικος λοιπόν ευτυχισμένος συνέχισε να οδηγεί την άμαξα με τον βασιλιά και την μικρή πριγκίπισσα μέχρι το παλάτι και εκεί έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.


Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Οι δώδεκα πριγκίπισσες που χόρευαν





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ζούσε με τις δώδεκα θυγατέρες του.Ολες οι πριγκίπισσες ήταν πανέμορφες η μια ωραιότερη από την άλλη.Κοιμωντουσαν όλες μαζί σε ένα ωραίο δωμάτιο με τα κρεβάτια τους το ένα δίπλα στο άλλο.Καθε βραδυ ο βασιλιάς πατέρας τους 
          
τις κλείδωνε στο δωμάτιο τους αλλά το πρωί αντίκριζε κάτι πολύ παράξενο.Τα παπούτσια τους ήταν όλα σκισμένα θαρρείς και χόρευαν όλη την νύχτα.Απελπισμενος ο βασιλιάς έβγαλε μια ανακοίνωση προς όλο το βασίλειο του και έλεγε οποίος ανακάλυψη που πάνε οι βασιλοπουλες την νύχτα και σχίζουν τα παπούτσια τους θα διαλέξει μια πριγκίπισσα για να την παντρευτή.Αν όμως αποτυχενε θα έχανε την ζωή του.




  
 Παρουσιάστηκαν πολλοί πρίγκιπες από πολλά βασίλεια αλλά κανένας δε έλυσε το μυστήριο και φυσικά έχασαν όλοι την ζωή τους.Μια μέρα ένας στρατιώτης πήγαινε στο δρόμο προς το βασίλειο
 Ετων πριγκιπισσων.Στο δρόμο του συναντάει μια ηλικιωμένη γυναίκα και εκείνη τον λέει.
-Για που το έβαλες παλικάρι μου;
-Μήπως και ξέρω καλή μου γριούλα και σαν λίγο αστεία σαν σοβαρα λέει να θα ήθελα να λύσω το μυστήριο με τις δώδεκα βασιλοπουλες να παντρευτώ μια από αυτές και να γίνω βασιλιάς.



Τότε η γριούλα τον λέει
-Άκουσε με καλά και εγώ θα σε βοηθήσω.Φαινεσαι καλός άνθρωπος και αξίζει να σε
Κβοηθήσω.Πρωτα θα σου δώσω αυτόν τον μανδύα που όταν τον φορέσεις θα γίνεις αόρατος και δεύτερον δεν θα πιεις καθόλου από το κρασί που θα σε δώσουν οι βασιλοπουλες το βραδυ πριν να πας για ύπνο.Οστρατιωτης αφού άκουσε με προσοχή την γριούλα την ευχαρίστησε έβαλε τον μανδύα στο σακίδιο του και πήρε το δρόμο για το παλάτι.
Εκεί τον υποδέχτηκαν όπως και τους άλλους και φόρεσε ρούχα βασιλικά που του εδωσαν.Το βραδυ τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο δίπλα από το δωμάτιο που κοιμούνταν οι πριγκίπισσες και σε λιγάκι η μεγαλύτερη του πήγε ένα ποτήρι κρασί.Αυτος έκανε πως το πίνει αλλά με τρόπο το έριξε στο σφουγγάρι που είχε κρυμμένο κάτω από το σαγόνι του.
 Ξάπλωσε στο κρεββάτι του και μετά από λίγο έκανε πως κοιμάται και άρχισε να ροχαλίζει σαν να ήταν σε βαθύ ύπνο.Οι βασιλοπουλες άκουσαν το ροχαλητό του και ξέσπασαν σε γέλια.Η πιο μεγάλη είπε «κρίμα που θα χάσει την ζωή του και αυτός» 
Σηκώθηκαν λοιπόν αθόρυβα από τα κρεβάτια τους και άρχισαν να φοράνε τα όμορφα φορέματα τους 
Όταν ετοιμάστηκαν έριξαν μια μάτια στον στρατιώτη και αφού βεβαιώθηκαν ότι κοιμάται είπαν ότι δεν έχουν να φοβηθούν και πήγαν στο δωμάτιο τους. Η μεγαλύτερη χτύπησε ένα κρεβάτι έλαφρα και τότε άνοιξε το πάτωμα και φάνηκε μια σκάλα.Οι βασιλοπουλες άρχισαν να κατεβαίνουν την σκάλα.Ο στρατιώτης φόρεσε το μανδύα που τον έκανε αόρατο και ακολούθησε τις βασιλοπουλες.Κατα λάθος πάτησε το φόρεμα της μικρότερης πριγκίπισσας εκείνη τρόμαξε πολύ και είπε.
-Τι συμβαίνει; Κάποιος με πάτησε το φόρεμα μου.
-Από κάποιο καρφί θα πιάστηκε είπε η μεγαλύτερη βασιλοπούλα μην φοβάσαι. Συνέχισαν να κατεβαίνουν και στο τέλος έφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα με ασημένια φύλλα.Ο στρατιώτης έκοψε ένα κλαδάκι να το έχει σαν πειστήριο.Η μικρή βασιλοπούλα τρόμαξε και λέει.
-Άκουσα ένα κράκ τι είναι; Ρώτησε φοβισμένη.Η μεγάλη αδερφή την καθησύχασε πάλι και συνέχισαν να περπατούν.Εφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα που τα φύλλα τους ήταν από χρυσάφι  και κατόπιν έφτασαν σε άλλο δρόμο που τα δέντρα τους είχαν φύλλα στολισμένα με διαμάντια.Ο στρατιώτης έκοψε από όλα το δέντρα κλαράκια για απόδειξη.Ξαφνου φτάνουν σε μια λίμνη και εκεί ήταν δώδεκα όμορφες βαρκούλες σαν κύκνοι και δώδεκα βασιλοπούλα περίμεναν τις βασιλοπουλες.Αφου μπήκαν στις βάρκες πέρασαν στην απέναντι όχθη.Εκει ήταν ένα όμορφο παλάτι φωταγωγημένο και γλυκές μουσικές ακούγονταν παντού.Οι βασιλοπουλες άρχισαν να χορεύουν με τα βασιλοπούλα.Ο στρατιώτης παρατηρούσε γύρω του και όταν η μικρή βασιλοπούλα πριν προλάβει να φέρει στα χείλη το ποτήρι της για να ξεδιψάσει ο στρατιώτης το πήρε και το ήπιε.Η μικρή πριγκίπισσα τρόμαξε πάλι αλλά η μεγάλη της αδερφή την ησύχασε πάλι.Χορευαν συνεχώς οι βασιλοπουλες μέχρι τις τρεις και τα παπούτσια τόυς έγιναν κομμάτια.

Έτσι σταμάτησαν να χορεύουν και πήραν τον δρόμο του γυρισμού.Μπηκαν στις βάρκες και τα βασιλοπούλα τις πέρασαν στην απέναντι όχθη.Ο στρατιώτης έτρεξε και ανέβηκε πρώτος τις σκάλες πήγε στο δωμάτιο του τρύπωσε στο κρεβάτι του και έκανε πως κοιμάται. Οι βασιλοπουλες πήγαν να δουν τον στρατιώτη και όταν τον άκουσαν να ροχαλίζει είπαν «άδικα ανησυχίσαμε κοιμάται του καλού καιρού και γέλασαν.
 Το πρωί ο στρατιώτης πήρε τα κλαδάκια τα από ασημί χρυσάφι και διαμάντια και παρουσιάστηκε στον βασιλιά.
-Τι κάνουν λοιπόν οι κόρες μου που πηγαίνουν και χορεύουν και κουρελιάζουν τα παπούτσια τους;
-Βασιλιά μου το και το οι βασιλοπουλες κατεβαίνουν βαθιά και εκεί υπάρχει ένα όμορφο παλάτι με δρόμους που τα φύλλα από τα δέντρα είναι ασημένια,χρυσά,και στολισμένα με διαμάντια.Μαλιστα βασιλιά μου εδώ έχω και τα κλαδάκια που έκοψα για να τα δεις και εσυ.Οι βασιλοπουλες είχαν κολλημένα τα αυτιά τους στην πόρτα για να ακούσουν τι λέει ο βασιλιάς με τον στρατιώτη.Οβασιλιας πατέρας τους τις  ρωτάει αν είναι όλα αυτά αλήθεια.Καταλαβαν ότι δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν και παραδέχτηκαν ότι έτσι είναι αυτή είναι αλήθεια.Ο βασιλιάς τότε λέει στον στρατιώτη  «θα κρατήσω τον λόγο μου και σε ρωτώ ποια από τις κόρες μου θα παντρευτείς;»
Ο στρατιώτης λέει «είμαι μεγάλος για τις μικρότερες κόρες σου νομίζω ότι αυτή που με ταιριάζει είναι η μεγάλη κόρη σου»
Η βασιλοπούλα άρχισε να τον συμπαθεί και ήταν θετική για το γάμο αυτό.Παντρευτηκαν λοιπόν και τα γλέντια κράτησαν πολλές νύχτες και μέρες και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα.







Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...