Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Η ΖΑΧΑΡΟΥΠΟΛΗ πηγη:taparamythiatisgiagias.blogspot.com


Όλη τη νύχτα έπεφτε πολύ νερό. Το πρωί ήταν όλα φρεσκοπλυμένα από τη βροχή. Ο μικρός Νικόλας ανησυχούσε για την πρώτη μέρα στο σχολείο. Είχε ήδη ετοιμάσει την κόκκινη αστραφτερή τσάντα του.  Γάλα, νερό, χαρτομάντηλα, κρουασάν, κασετίνα, βιβλία ήταν όλα μέσα. Σε ετοιμότητα. Ένα πράγμα τον ανησυχούσε, αν θα  γινόταν δεκτός  από τους συμμαθητές του. Οχτώ και πέντε ξεκίνησε για το σχολείο.




-Τι θέλετε εσείς εδώ; ρώτησε ο επιστάτης του σχολείου.

- Εμμ... είμαι ο νέος μαθητής…

-Μα εσύ τι δουλειά έχεις στο σχολείο; Ούτε πατερίτσες έχεις ούτε αμαξίδιο!

-Το γνωρίζω κύριε. Έτσι γεννήθηκα... περπατώ, τρέχω, παίζω χωρίς πατερίτσες... χωρίς αμαξίδιο...


Το προαύλιο ήταν γεμάτο παιδιά που έπαιζαν. Άλλα έκαναν αγώνες με τ' αμαξίδιά τους, κάνοντας επιδέξιους ελιγμούς, άλλα έκαναν κουτσό, ενώ άλλα απλώς συζητούσαν σε διάφορα σημεία. Ο μικρός Νικόλας άφησε πίσω του την εξώπορτα και κινήθηκε στο προαύλιο. Ένα αεράκι του θύμισε τα λόγια της μητέρας του: «Θα είναι υπέροχα εκεί που θα πας στο νέο σου σχολείο. Θα περάσεις τέλεια».

Και τότε γιατί ένιωσε ξαφνικά τα βλέμματα όλων των παιδιών πάνω του περίεργα; Είχαν σταματήσει το παιχνίδι τους και τον παρατηρούσαν καθώς προχωρούσε στην τσιμεντένια αυλή. Είδε παιδιά να κρυφογελούν και άλλα να τον δείχνουν με το δάχτυλο. Ο μικρός Νικόλας άφησε τη σάκα του σε μια άκρη και πλησίασε δειλά δειλά μια παρέα παιδιών που έπαιζαν μπάσκετ.


-Μπορώ να παίξω μαζί σας; τα ρώτησε.

-Μα πώς θα παίξεις εσύ μαζί μας χωρίς αμαξίδιο; Πήγαινε να παίξεις με τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο.

Με δισταγμό πλησίασε την παρέα που έπαιζε ποδόσφαιρό και ρώτησε αν μπορούσε να παίξει μαζί τους.

-Μα πώς θα παίξεις αφού τα χέρια σου δεν είναι ανάπηρα, όπως τα δικά μας, και στο ποδόσφαιρο εμείς παίζουμε μόνο με τα πόδια μας.

-Μα μπορώ να παίξω χωρίς να χρησιμοποιώ τα χέρια μου!



-Καλημέρα παιδιά, ακούστηκε ο διευθυντής. Από σήμερα θα έχουμε μαζί μας έναν καινούριο μαθητή, τον Νικόλα. Ο Νικόλας δεν είναι από την Ζαχαρούπολη και δεν έχει καμία κινητική αναπηρία.

Μετά το καλωσόρισμα του μικρού Νικόλα, όλα τα παιδιά ξεκίνησαν για τις τάξεις τους. Η δική του τάξη ήταν στη δεξιά πλευρά του κτιρίου. Φτάνοντας εκεί στάθηκε στην άκρη, παρατηρώντας τους συμμαθητές του που οδηγούσαν τα αμαξίδια τους στις ειδικές ράμπες με  τα  κάγκελα που υπήρχαν και στις δύο πλευρές για να μπορούν ν' ανεβοκατεβαίνουν εύκολα, κατά την είσοδο και την έξοδο τους  από  την τάξη. Μπήκε τελευταίος και όλοι είχαν πάρει τη θέση τους στα θρανία. Τα θρανία δεν ήταν όλα ακριβώς ίδια. Σ' εκείνα που καθόντουσαν τα παιδιά με τα αμαξίδια δεν υπήρχαν καρέκλες. Αντιθέτως, στα υπόλοιπα που κάθονταν τα παιδιά με τις πατερίτσες, υπήρχαν. Για άλλη μια φορά ένιωσε τα βλέμματα των παιδιών πάνω του. Όμως το δικό του βλέμμα είχε σταματήσει πάνω στη δασκάλα, που στεκόταν στην άκρη της αίθουσας. Χαμογελούσε και περίμενε υπομονετικά να τακτοποιηθούν όλοι για να ξεκινήσουν το μάθημά
τους.

Αυτό που τώρα παρατήρησε, ήταν, πως η δασκάλα της τάξης δεν καθόταν σε αμαξίδιο, ούτε κρατούσε πατερίτσες. Ήταν ακριβώς όπως εκείνος. Τότε θυμήθηκε τα λόγια του επιστάτη του σχολείου, που τον είχε ρωτήσει νωρίτερα τι δουλειά είχε στο σχολείο, καθώς δεν είχε ούτε πατερίτσες, ούτε αμαξίδιο. Τι είχε λοιπόν να πει ο επιστάτης για τη δασκάλα τους;


Έμεινε για λίγο ακίνητος. Έπειτα προχώρησε σ’ ένα από τα θρανία που υπήρχαν καρέκλες και ρώτησε το αγόρι που καθόταν εκεί:

-Μπορώ να καθίσω μαζί σου;

-Φυσικά, απάντησε εκείνο.

Ο μικρός Νικόλας κάθισε γέρνοντας προς το μέρος του και του ψιθύρισε:

-Είμαι ο Νικόλας, εσένα πως σε λένε;

-Με λένε Λεωνίδα, του απάντησε. Κάνε όμως ησυχία τώρα γιατί αρχίζει το μάθημα.

Η δασκάλα ακούγοντας την απόλυτη ησυχία είπε με την πιο γλυκιά φωνή της:

-Καλημέρα παιδιά, ας καλωσορίσουμε όλοι τον καινούριο μας συμμαθητή με ένα χειροκρότημα, λέγοντας δυνατά τα ονόματά μας.

Το χειροκρότημα των συμμαθητών του, τον έκανε να χαμογελάσει ντροπαλά.

-Με λένε Γρηγόρη.

-Με λένε Μαρία.

-Με λένε Κωνσταντίνο.

-Με λένε Ελένη.

Ένα ένα τα παιδιά φώναζαν τα ονόματά τους και τον χαιρετούσαν.

Το φως του ζεστού ήλιου, που έμπαινε από το παράθυρο, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε, γυρνώντας το κεφάλι και κοιτώντας με τρυφερότητα το  όμορφο  κορίτσι, που χρόνια τώρα είναι η σύντροφος του στις χαρές και τις λύπες.

-Αχ, Ελένη πόσα χρόνια περάσαν από κείνη την πρώτη μέρα στο σχολείο, θυμάσαι;

-Πως δε θυμάμαι αγάπη μου; Μπήκες μέσα στην τάξη και κοιτούσες σα χαμένος μην ξέροντας τι να κάνεις...

-Μα σας είδα όλους εκεί και ένιωθα τόσο διαφορετικός. Εγώ έχω τα δύο μου πόδια και στο σχολείο εκτός από την δασκάλα δεν ήταν άλλος σαν κι εμένα. Δεν ήξερα πώς να φερθώ, πώς να κάνω φίλους. Θα με αποδεχόσασταν; Σας έβλεπα να κάνετε όλα τα πράγματα που έκανα εγώ, χωρίς να σας προβληματίζει που κάποιοι καθόσασταν σε αναπηρικά αμαξίδια και είχατε πατερίτσες…



-Μα τι σημασία έχουν τα πόδια, γλυκέ μου; Εγώ στα μάτια σου είδα ένα αστέρι, μία λάμψη που με οδήγησε στην καλοσύνη της ψυχής σου. Αυτό που έχει σημασία είναι το ότι στέκεσαι συμπαραστάτης σε όποια απόφαση πάρω. Όταν αποφάσισα να σπουδάσω στην ιατρική και μετά που αποφάσισα να δουλέψω, με υποστήριξες. Δεν με άφησες να απογοητευτώ ούτε στιγμή!

-Έχεις δίκιο Ελένη μου, κι εσύ μου στάθηκες σε όλα και με βοήθησες να γίνω καλύτερος στη δουλειά μου, να καταλάβω την ψυχολογία και τις ανάγκες των παιδιών με κινητικές δυσκολίες. Να γίνω καλύτερος δάσκαλος. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να ονειρεύονται, να βάζουν στόχους και να παλεύουν για την επίτευξη τους.

Έτσι λοιπόν το αγαπημένο ζευγάρι, αφού θυμήθηκε την πρώτη του συνάντηση, κατάλαβε ότι η διαφορετικότητα δεν θα πρέπει να μας εμποδίζει από το να γίνουμε ευτυχισμένοι και πετυχημένοι.

Η Ζαχαρούπολη θα είναι για πάντα ο δικός τους παράδεισος. Το μέρος όπου συναντήθηκαν, αγαπήθηκαν, κατάλαβαν και σεβάστηκαν ο ένας τον άλλο. Όπου κι αν η ζωή τους πάει, πάντα θα γυρνάνε στη Ζαχαρούπολη. Εκεί, όπου οι ευκαιρίες υπάρχουν και τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα…

Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...