Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Πηγη:taparamythiatisgiagias.com
Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ήταν μία γυναίκα η οποία γέννησε ένα αγοράκι. Όταν γεννήθηκε το μωρό, είχαν προβλέψει ότι θα ήταν πολύ τυχερό και ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων ετών. 

Όλο το χωριό μιλούσε για το τυχερό παιδί που γεννήθηκε. Μετά από λίγο καιρό έτυχε να περάσει ο βασιλιάς από το χωριό. Ήταν μεταμφιεσμένος σε χωρικό και ρωτούσε, χωρίς να τον αναγνωρίζει κανείς, για τα νέα του τόπου. Οι κάτοικοι τότε του είπαν πως γεννήθηκε ένα παιδί που όλα τα σημεία έδειχναν ότι ήταν πολύ τυχερό. Μάλιστα είχαν προβλέψει ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων χρονών.

Ο βασιλιάς όμως είχε κακή καρδιά και θύμωσε με το ενδεχόμενο να κάνει γαμπρό το φτωχό χωριατόπουλο. Έτσι πήγε στους φτωχούς γονείς του παιδιού και τους είπε ευγενικά: «αφήστε μου το παιδί και θα το φροντίσω εγώ όπως πρέπει.» 

Αρχικά οι γονείς αρνήθηκαν, όταν όμως τους πρόσφερε πολύ χρυσάφι άλλαξαν γνώμη. Σκέφτηκαν ότι η τύχη του παιδιού έστειλε τον ξένο και πως θα ήταν καλύτερα να μεγαλώσει μαζί με κάποιον που διέθετε τόσα πολλά χρήματα. Έτσι τελικά δέχτηκαν και του έδωσαν το παιδί.

Ο βασιλιάς έβαλε το μωρό σε ένα κουτί και το πήρε με το άλογο του. Αφού ίππευσε για αρκετή ώρα, έφτασε σε ένα βαθύ ποτάμι στο οποίο και πέταξε το κουτί μαζί με το παιδάκι. Ευχαριστημένος σκέφτηκε ότι έσωσε την κόρη του από έναν αναπάντεχο μνηστήρα. Το κουτί όμως δεν βυθίστηκε στο ποτάμι αλλά επέπλεε σαν βάρκα χωρίς να περάσει στο εσωτερικό του ούτε μία σταγόνα νερό. 

Έτσι ταξίδεψε για ώρα μέχρι που έφτασε δύο μίλια μακριά από το παλάτι του βασιλιά. Εκεί υπήρχε ένας νερόμυλος, στο φράγμα του οποίου σκάλωσε και σταμάτησε το κουτί. Ένα παιδί το οποίο βοηθούσε στον μύλο στεκόταν τυχαία εκεί κοντά και είδε το κουτί. Έτρεξε τότε να το τραβήξει κοντά του με ένα τσιγκέλι πιστεύοντας ότι θα έκρυβε κάποιον θησαυρό. Αντί για θησαυρό όμως, όταν το άνοιξε βρήκε μέσα ένα όμορφο αγοράκι ζωηρό και χαμογελαστό.

Το πήρε και το πήγε τότε στους μυλωνάδες και καθώς αυτοί δεν είχαν παιδιά χάρηκαν και είπαν: «Είναι δώρο από τον Θεό.»


Οι μυλωνάδες φρόντιζαν το παιδάκι και το μεγάλωναν προσφέροντας του μια άνετη ζωή. Μια μέρα μπήκε στον μύλο ο βασιλιάς για να αποφύγει μία καταιγίδα και όταν είδε τον νεαρό, ρώτησε τους ιδιοκτήτες του μύλου αν ήταν γιος τους.

«Όχι» απάντησαν οι μυλωνάδες «πριν από δεκατέσσερα χρόνια τον είχε βρει ο παραγιός σε ένα κουτί που είχε τραβήξει από ποτάμι. Ήταν νεογέννητος τότε και έτσι τον κρατήσαμε και τον μεγαλώνουμε σαν παιδί μας.» 

Ο βασιλιάς τότε κατάλαβε ότι το παιδί δεν ήταν άλλο από το τυχερό παιδί που ο ίδιος είχε ρίξει στο νερό και είπε: 

«Καλοί μου άνθρωποι, δεν θα μπορούσε το αγόρι να πάει ένα γράμμα στη γυναίκα μου την βασίλισσα Θα του δώσω και δύο χρυσά νομίσματα για ανταμοιβή!» 

«Όπως προστάζει ο κύριος μας ο βασιλιάς!» απάντησαν οι μυλωνάδες και είπαν στο αγόρι να ετοιμαστεί. Τότε ο βασιλιάς έγραψε ένα γράμμα στην βασίλισσα, στο οποίο έλεγε: 

«Μόλις το αγόρι σου φέρει αυτό το γράμμα, να βάλεις να το σκοτώσουν και να το θάψουν. Φρόντισε όλα αυτά να γίνουν αμέσως και να έχουν τελειώσει πριν επιστρέψω!»

Το αγόρι πήρε το γράμμα αλλά έχασε τον δρόμο του και το βράδυ έφτασε σε ένα μεγάλο δάσος. Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα μικρό φωτάκι να ανάβει μακριά και το ακολούθησε μέχρι που έφτασε σε ένα μικρό σπιτάκι.


Όταν μπήκε μέσα είδε μια γριά που στεκόταν στην φωτιά ολομόναχη. Μόλις είδε το αγόρι τρόμαξε και του είπε: 

«Από που έρχεσαι και που θέλεις να πας;» 

«Έρχομαι από τον μύλο» απάντησε ο νεαρός, «και θέλω να πάω στην Βασίλισσα, στην οποία έχω να παραδώσω ένα γράμμα από τον Βασιλιά. Όμως χάθηκα στο δάσος και θα ήθελα να διανυκτερεύσω εδώ πέρα.» 

«Καημένο παιδί έφτασες σε ένα λημέρι ληστών. Όταν θα επιστρέψουν οι ληστές θα σε σκοτώσουν» του είπε με συμπόνια η γριά. 

«Ας έρθει όποιος θέλει» απάντησε το αγόρι «δεν φοβάμαι, αλλά είμαι τόσο κουρασμένος που δεν μπορώ να συνεχίσω.» 

Έτσι ξάπλωσε σε έναν πάγκο που βρισκόταν μέσα στο σπίτι και αποκοιμήθηκε. Μετά από λίγο ήρθαν οι ληστές και ρωτούσαν θυμωμένοι ποιο ήταν αυτό το ξένο αγόρι που ξάπλωνε στο σπίτι τους. 

«Α,» είπε η γριά «είναι ένα αθώο παιδί που χάθηκε στο δάσος και το κράτησα επειδή το λυπήθηκα, έχει αποστολή να παραδώσει ένα γράμμα στη βασίλισσα».

Οι ληστές άνοιξαν τον φάκελο και διάβασαν το γράμμα όπου ο βασιλιάς διέταζε να σκοτώσουν το παιδί μόλις έφτανε. Λυπήθηκαν τότε τον νεαρό και ο αρχηγός τους έσκισε το γράμμα και έγραψε ένα άλλο.
Το γράμμα του ληστή έλεγε ότι μόλις θα ερχόταν ο νεαρός, θα έπρεπε να τον παντρέψουν αμέσως με την κόρη του βασιλιά. Μετά άφησαν το αγόρι να κοιμηθεί ήσυχα στον πάγκο μέχρι το άλλο πρωί. Όταν ξύπνησε την άλλη μέρα του έδωσαν το καινούριο γράμμα και του έδειξαν τον σωστό δρόμο. Οι βασίλισσα μόλις παρέλαβε το γράμμα και το διάβασε, έστησε ένα λαμπρό γλέντι και πάντρεψε την κόρη της με τον νεαρό. Μια και ο νεαρός ήταν ευγενικός και καλοφτιαγμένος η βασιλοπούλα ζούσε μαζί του όμορφα και ευτυχισμένα.

Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε ο βασιλιάς στο παλάτι και εκεί είδε ότι η προφητεία έγινε πραγματικότητα καθώς το τυχερό παιδί είχε παντρευτεί την κόρη του. 

«Τι συνέβη;» ρώτησε την βασίλισσα «στο γράμμα μου έδωσα εντολή να γίνουν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα!»

Τότε η βασίλισσα του έδωσε το γράμμα που τις είχε δώσει ο νεαρός για να δει και ο ίδιος ότι απλώς είχε εκπληρώσει την επιθυμία του. Ο βασιλιάς διάβασε το γράμμα και κατάλαβε ότι είχε αλλαχτεί με άλλο. Ρώτησε τότε τον νεαρό τι είχε συμβεί με το γράμμα και γιατί είχε φέρει άλλο από αυτό που εκείνος του είχε δώσει. 

«Δεν ξέρω για πιο πράγμα μιλάτε» απάντησε το αγόρι «θα πρέπει να το άλλαξαν το βράδυ όταν κοιμήθηκα στο δάσος». 

Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και απάντησε: «Τόσο εύκολα δεν θα είναι τα πράγματα για σένα, όποιος θέλει να πάρει την κόρη μου θα πρέπει να πάει στην κόλαση και να φέρει τρεις χρυσές τρίχες από το κεφάλι του διαβόλου. Αν μου φέρεις αυτό που ζητάω τότε θα μπορέσεις να κρατήσεις την κόρη μου!» 

Με αυτόν τον τρόπο ο βασιλιάς πίστευε ότι θα ξεφορτωνόταν μία για πάντα τον νεαρό. Το τυχερό παιδί όμως απάντησε: «Τις χρυσές τρίχες θα τις φέρω γιατί εγώ δεν φοβάμαι το διάβολο!».

Μετά αποχαιρέτησε και ξεκίνησε για το ταξίδι του.

Ο δρόμος του τον οδήγησε σε μία μεγάλη πόλη. Στην πύλη τον σταμάτησε ο φύλακας και τον ρώτησε ποια είναι η τέχνη του και τι γνώριζε να κάνει. 

«Ξέρω τα πάντα» απάντησε το τυχερό παιδί. 


«Τότε να μας κάνεις μια χάρη και να μας πεις, γιατί η βρύση στην κεντρική αγορά από την οποία έτρεχε πάντα κρασί, τώρα στέρεψε και δεν τρέχει ούτε νερό;» ρώτησε ο φύλακας. 

«Αυτό θα σας το πω» είπε το παιδί «περιμένετε όμως μέχρι να επιστρέψω.» 

Τότε συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε σε μία άλλη πόλη. Ο φύλακας και αυτής της πόλης τον ρώτησε για την τέχνη και τις γνώσεις του. 

«Ξέρω τα πάντα» απάντησε πάλι ο νεαρός.
«Τότε μπορείς να μας κάνεις μια χάρη και να μας πεις, γιατί ένα δέντρο στην πόλη μας το οποίο συνήθιζε να έχει χρυσά μήλα, τώρα δεν έχει ούτε καν φύλλα» ρώτησε ο φύλακας. 

«Αυτό θα σας το πω» είπε το παιδί «περιμένετε μόνο μέχρι να επιστρέψω.»

Τότε συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε σε ένα μεγάλο ποτάμι που έπρεπε να διασχίσει. Ο βαρκάρης τον ρώτησε για την τέχνη και τις γνώσεις του. 

«Ξέρω τα πάντα» απάντησε ο νεαρός. 

«Τότε μπορείς να μου κάνεις μια χάρη και να μου πεις, γιατί πρέπει συνέχεια να διασχίζω πέρα δώθε το ποτάμι αλλά ποτέ να μην έρχεται κανείς να με αντικαταστήσει;» ρώτησε ο βαρκάρης. 

«Αυτό θα σου το πω» είπε το παιδί «περίμενε μόνο μέχρι να επιστρέψω.»

Μόλις πέρασε το ποτάμι βρήκε την είσοδο για την κόλαση. Όλα ήταν σκοτεινά και μαύρα σαν την πίσσα. Ο διάβολος έλειπε και δεν ήταν στο σπίτι του, σε μια φαρδιά πολυθρόνα όμως καθόταν η γιαγιά του. 

«Τι θέλεις;» των ρώτησε, η όψη της όμως δεν ήταν τόσο φοβιστική. 

«Θα ήθελα τρεις χρυσές τρίχες από το κεφάλι του διαβόλου» απάντησε ο νεαρός «αλλιώς δεν θα μπορέσω να κρατήσω την γυναίκα μου!» 

«Πολλά ζητάς» του λέει τότε εκείνη «αν γυρίσει ο διάβολος και σε βρει εδώ πέρα, αλίμονό σου. Σε λυπάμε όμως και θα δω αν μπορέσω να σε βοηθήσω!» 

Τον μετέτρεψε τότε σε μυρμήγκι και του λέει: «κρύψου τώρα στις πιέτες της φούστας μου, εκεί θα είσαι ασφαλείς.» 

«Ναι, ναι» απάντησε, «θα είμαι μια χαρά, αλλά θα ήθελα να μου λύσεις τρεις απορίες που έχω. Πρώτον γιατί μία βρύση από την οποία ανάβλυζε κρασί, τώρα έχει στεγνώσει και πια δεν τρέχει ούτε καν νερό, δεύτερον γιατί ένα δέντρο το οποίο συνήθιζε να έχει χρυσά μήλα τώρα πια δεν έχει ούτε φύλλωμα και τρίτον γιατί κανείς δεν αντικαθιστά έναν βαρκάρη που πηγαίνει όλη τη μέρα πέρα δώθε διασχίζοντας το ποτάμι.» 

«Αυτές είναι δύσκολες ερωτήσεις» του λέει η γριά «αλλά κάνε ησυχία και δώσε προσοχή τι θα πει ο διάβολος όταν θα του βγάζω τις τρεις χρυσές τρίχες.»

Όταν βράδιασε γύρισε και ο διάβολος στο σπίτι. Μόλις μπήκε αμέσως κατάλαβε ότι ο αέρας δεν ήταν καθαρός. 

«Μυρίζω ανθρώπινο κρέας,» είπε «δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ πέρα!»Μετά κοίταξε παντού και έψαξε σε όλες τις γωνίες του σπιτιού αλλά δεν μπόρεσε να βρει τίποτε. 

Οι γιαγιά του τον αποπήρε: «μόλις που είχα σκουπίσει και συμμαζέψει, και εσύ μου τα κάνεις όλα πάνω κάτω. Συνεχώς σου μυρίζει ανθρώπινο κρέας! Κάτσε κάτω, ησύχασε και φάε το βραδινό σου.»

Αφού έφαγε και ήπιε, νύσταξε και έβαλε το κεφάλι του στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Τις είπε ότι θα ήθελε να τον ξεψειρίσει. Δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι που αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει. Τότε άρπαξε η γριά μία χρυσή τρίχα την ξερίζωσε και την έβαλε δίπλα της. 

«Αχ!» φώναξε ο διάβολος «τι προσπαθείς να κάνεις;» 

«Είδα ένα περίεργο όνειρο και από την ταραχή μου σου τράβηξα τα μαλλιά!» απάντησε η γριά. 

«Τι όνειρο είδες;» ρώτησε ο διάβολος. 

«Ονειρεύτηκα ότι μία βρύση από την οποία έτρεχε κρασί, τώρα στέρεψε και δεν βγάζει ούτε καν νερό. Τι να φταίει άραγε» αποκρίνεται η γιαγιά του. 

«Χα, χα που να το ήξεραν!» λέει τότε χαμογελώντας ο διάβολος «το στόμιο της βρύσης μπλοκάρεται από μία πέτρα, κάτω από την οποία κάθεται ένα βατράχι. Αν σκοτώσουν το βατράχι θα ξανατρέξει κρασί.»

Η γιαγιά άρχισε πάλι να ξεψειρίζει τον διάβολο μέχρι που τον ξαναπήρε ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει τόσο πολύ που έτρεμαν τα έπιπλα. Τότε του τράβηξε και την δεύτερη τρίχα. 

«Αχ! Τι κάνεις» ούρλιαξε ο διάβολος τσαντισμένος. 

«Μη με παρεξηγείς» του απαντάει η γριά «είδα όνειρο.» 

«Τι όνειρο είδες πάλι;» ρώτησε ο διάβολος. 

«Ονειρεύτηκα ότι σε κάποιο βασίλειο υπήρχε ένα δέντρο που συνήθως είχε χρυσά μήλα, αλλά τώρα δεν έβγαζε ούτε καν φύλλα. Τι να το έχει προκαλέσει αυτό άραγε!»

«Χα, χα που να το ήξεραν!» απάντησε ο διάβολος «είναι ένα ποντίκι που ροκανίζει την ρίζα του δέντρου. Αν σκοτώσουν το ποντίκι τότε θα ξαναβγάλει χρυσά μήλα, αν δεν το σκοτώσουν όμως το δέντρο θα ξεραθεί εντελώς. Άσε με όμως τώρα με τα όνειρα σου γιατί θέλω να κοιμηθώ, αν με ξαναξυπνήσεις θα σε δείρω!» 

Η γιαγιά άρχισε να τον καλοπιάνει και να τον ξεψειρίζει μέχρι που τον πήρε πάλι ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει. Τότε έπιασε την τρίτη χρυσή τρίχα και του την έβγαλε. Ο διάβολος πετάχτηκε πάνω, άρχισε να φωνάζει και είχε κακό σκοπό, αλλά η γριά κατάφερε να τον ηρεμήσει για μια ακόμη φορά λέγοντας του «ποιος είναι υπεύθυνος για τα όνειρα που βλέπει;» 

«Τι ονειρεύτηκες πάλι;» ρώτησε ο διάβολος που παρά την νύστα του είχε την περιέργεια να μάθει. 

«Ονειρεύτηκα έναν βαρκάρη ο οποίος παραπονιόταν ότι συνέχεια περνούσε πέρα δώθε το ποτάμι και ποτέ δεν τον αντικαθιστούσε κανείς. Τι να φταίει άραγε;»

«Α, τον χαζούλη!» απάντησε ο διάβολος «την επόμενη φορά που θα θελήσει κάποιος να περάσει, θα πρέπει να του δώσει το κουπί. Έτσι θα χρειαστεί ο άλλος να τον περάσει απέναντι και αυτός θα ελευθερωθεί.» 

Μια και η γριά του είχε ξεριζώσει τις τρεις χρυσές τρίχες και είχε πάρει τις απαντήσεις στις τρεις ερωτήσεις, άφησε πια το θηρίο να κοιμηθεί μέχρι το άλλο πρωί.

Όταν ο διάβολος έφυγε από το σπίτι του την επόμενη μέρα, η γριά έβγαλε το μυρμήγκι από την πιέτα της φούστας της και του ξαναέδωσε την μορφή ανθρώπου. 

«Πάρε τις τρεις χρυσές τρίχες» του λέει «όσο για το τι απάντησε ο διάβολος στις τρεις ερωτήσεις σου, θα το έχεις ακούσει.» 

«Ναι, βέβαια, τα άκουσα όλα» είπε το τυχερό παιδί. 

«Άρα σε βοήθησα σε ότι ήθελες και μπορείς να πάρεις τον δρόμο σου τώρα» είπε η γριά. 

Ο νεαρός ευχαρίστησε για την πολύτιμη βοήθεια και έφυγε χαρούμενος από την κόλαση. Όταν έφτασε στον βαρκάρη, εκείνος του ζήτησε να του πει την απάντηση που του είχε υποσχεθεί. 

«Πήγαινε με πρώτα απέναντι και θα σου πω πως θα λυτρωθείς» του είπε. Όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη, του είπε την συμβουλή του διαβόλου: 

«Όταν θα ξαναέρθει κάποιος και θέλει να τον περάσεις απέναντι, τότε δώσε του το κουπί στο χέρι!»

Το τυχερό παιδί συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε στην πόλη με το δέντρο που σταμάτησε να δίνει καρπούς. Ο φύλακας τον ρώτησε πάλι για τον λόγο που εξαφανίστηκαν τα χρυσά μήλα. 

Ο νεαρός τότε του είπε ότι είχε ακούσει από τον διάβολο: «σκοτώστε το ποντίκι που ροκανίζει τις ρίζες του δέντρου και θα ξαναφτιάξει χρυσά μήλα!» 

Ο φύλακας τον ευχαρίστησε και για ανταμοιβή του έδωσε δύο γαϊδάρους φορτωμένους με χρυσάφι για να πάρει μαζί του. Μετά έφτασε στην πόλη της οποίας η βρύση είχε στερέψει. 

Εκεί είπε στον φύλακα όσα έμαθε από τον διάβολο: «στην βρύση υπάρχει ένας βάτραχος που κάθεται κάτω από μία πέτρα και που εμποδίζει να τρέξει το κρασί. Βρείτε και σκοτώστε τον βάτραχο και από την βρύση θα τρέξει πάλι άφθονο κρασί!» 

Ο φύλακας ευχαρίστησε τον νεαρό και του έδωσε και αυτός για ανταμοιβή δύο γαϊδάρους φορτωμένους με χρυσάφι.

Επιτέλους το τυχερό παιδί έφτασε στο σπίτι του. Η γυναίκα του χάρηκε πολύ που επέστρεψε και αυτός της αφηγήθηκε με ποιον τρόπο τα κατάφερε. Στον βασιλιά έφερε ότι του είχε ζητήσει δηλαδή της τρεις χρυσές τρίχες του διαβόλου. 

Έτσι ο βασιλιάς ικανοποιήθηκε επιτέλους και του λέει: «αγαπημένε μου γαμπρέ, αφού τα κατάφερες με την δοκιμασία που σου έβαλα, μπορείς να κρατήσεις την κόρη μου. Πες μου όμως πως απέκτησες τόσο πολύ χρυσάφι; Οι θησαυροί αυτοί είναι τεράστιοι!»

«Πέρασα από ένα ποτάμι» του είπε «και το πήρα μαζί μου, καθώς ήταν απλωμένο στην όχθη αντί για άμμο.» 

«Μπορώ να πάω να πάρω και εγώ;» ρώτησε ο βασιλιάς. 

«Όσο θέλετε» του απάντησε «είναι ένας βαρκάρης στο ποτάμι ο οποίος θα σας περάσει απέναντι, εκεί θα μπορέσετε να γεμίσετε τα τσουβάλια σας.» 

Ο άπληστος βασιλιάς έφυγε βιαστικά και όταν έφτασε στο ποτάμι, έγνεψε στο βαρκάρη για να τον περάσει απέναντι. Ο βαρκάρης του είπε να ανέβει, αλλά όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη του έδωσε το κουπί και έφυγε από την βάρκα.

Ο βασιλιάς όμως έπρεπε πλέον να κάνει τον βαρκάρη από δω και εμπρός ως τιμωρία για τις αμαρτίες του.

Παραμύθι από τους αδερφούς Grimm.
Πη

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΓΕΝΝΑΙΟΣ ΡΑΦΤΑΚΟΣ   Πηγή:taparamythiatisgiagias.com


Ήταν μία ηλιόλουστη ημέρα. Ένας ραφτάκος καθόταν πλάι στο παράθυρο και έραβε ορεξάτος όταν είδε να περνάει μια χωριάτισσα που πουλούσε μαρμελάδες. 

Η χωριάτισσα φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Εδώ η καλή η μαρμελάδα, εδώ η καλή η μαρμελάδα».Ο ραφτάκος λιγουρεύτηκε τη μαρμελάδα και έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο: «Εδώ καλή μου κυρία, εδώ θα απαλλαγείτε από την πραμάτεια σας. Ελάτε ανεβείτε στο φτωχικό μου»φώναξε. Η χωριάτισσα ανέβηκε τα τρία σκαλοπατάκια προς την πόρτα του ράφτη λαχανιασμένη. Ο ραφτάκος ζήτησε να δει το σύνολο της πραμάτειας και άνοιξε τα καπάκια από όλες τις κατσαρόλες που κουβαλούσε η γυναίκα. Έλεγξε μία προς μία της κατσαρόλες, τις σήκωσε ως την μύτη του, τις μύρισε ώσπου κατέληξε: 


«Η μαρμελάδα σας μου φαίνεται καλή, βάλτε μου 80 γραμμάρια. Ακόμα και ένα δέκατο του κιλού να μου βάλετε δεν θα με πειράξει καθόλου!» Η αγρότισσα είχε ελπίσει ότι θα έκανε μια καλή μπάζα. Έτσι έδωσε στον ραφτάκο την μαρμελάδα που ζήτησε, δεν έκρυψε όμως την δυσφορία της και έφυγε μουρμουρίζοντας.

«Αυτή η μαρμελάδα θα πρέπει να είναι ευλογημένη από τον Θεό» φώναξε περίχαρος ο ραφτάκος «θα μου δώσει δύναμη και υγεία». Πετάχτηκε στο ντουλάπι, έβγαλε το ψωμί, έκοψε μια μεγάλη φέτα την οποία και επάλειψε με την μαρμελάδα την οποία είχε μόλις αγοράσει. «Δεν θα είναι κακή» μονολόγησε «αλλά πρώτα θα τελειώσω το γιλέκο που ράβω πριν ρίξω την πρώτη δαγκωνιά».


Έβαλε το ψωμί δίπλα του και από την χαρά του έκανε όλο και μεγαλύτερες βελονιές. Ωστόσο η γλυκιά μυρωδιά της μαρμελάδας ανέβαινε προς την οροφή όπου πετούσε ένα σμήνος μύγες. Οι μύγες εφορμούσαν κατά κύματα προς τη μαρμελάδα. «Εϊ ποιος σας κάλεσε εσάς;» φώναξε ο ραφτάκος και έδιωχνε τις μύγες. Οι μύγες όμως δεν καταλάβαιναν κουβέντα από όσα τους έλεγε ο ραφτάκος και επέστρεφαν αμέσως μετά με όλο και μεγαλύτερη παρέα. Τελικά ο ραφτάκος εξοργίστηκε τόσο πολύ που βγήκε εκτός εαυτού. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και άρχισε να κυνηγάει τις μύγες με μανία. Φλάπ χτυπάει με το μαντίλι του και όταν το σήκωσε μέτρησε -ούτε λίγο, ούτε πολύ- επτά πτώματα.

«Πω πω τι φοβερός που είμαι» είπε με αυτοθαυμασμό «όλη η πόλη θα πρέπει να το μάθει». Το είπε και το έκανε. Γρήγορα, γρήγορα έκοψε μία ζώνη και έραψε πάνω της με τεράστια γράμματα: «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ».


«Ποια πόλη, όλη η χώρα πρέπει να το μάθει» συνέχισε να μονολογεί ενθουσιασμένος και η καρδιά του χτυπούσε γεμάτη ενθουσιασμό. Ήταν βέβαιο πως αυτό το ταπεινό εργαστήριο δεν ήταν ικανό να στεγάσει τέτοιον ηρωισμό. Ο ραφτάκος έδεσε την ζώνη γύρω από την μέση του, κοντοστάθηκε στην πόρτα και κοίταξε γύρω του. Ήθελε να πάρει μαζί του ότι θα του ήταν χρήσιμο για να εξορμήσει στον κόσμο. Ωστόσο δεν βρήκε τίποτε περισσότερο από ένα κομμάτι τυρί το οποίο και έβαλε στην τσάντα του. Μπροστά στην πόρτα είδε ένα πουλάκι το οποίο είχε μπλεχτεί στους θάμνους. Το πήρε και το έβαλε και αυτό στην τσάντα μαζί με το τυρί.

Έτσι πήρε δρόμο και άφησε δρόμο, και καθώς ήταν ευκίνητος και εργατικός δεν αισθάνθηκε καμία κούραση. Ο δρόμος τον οδήγησε σε ένα βουνό. Αφού λοιπόν έφτασε στην ψηλότερη κορυφή του, είδε να κάθεται ένας γίγαντας, ο οποίος κοιτούσε υπερήφανα τι γίνεται τριγύρω. Ο ραφτάκος τον πλησίασε εγκάρδια και του λέει: «Καλημέρα σύντροφε, σε βλέπω ότι κάθεσαι και παρατηρείς τον κόσμο άσκοπα. Εγώ αντιθέτως ξεκίνησα για να γνωρίσω τον κόσμο από κοντά και αν θέλεις μπορείς να έρθεις μαζί μου και να με συντροφέψεις».


Ο γίγαντας έριξε μια περιφρονητική ματιά στον ραφτάκο και του ανταποκρίνεται: «Απατεώνα, παλιοχαρακτήρα»

«Αυτό ήταν» απαντά ο ραφτάκος, λύνει την ζώνη του και την κραδαίνει με τα δύο του χέρια: «Να εδώ μπορείς να διαβάσεις τι τρομερός άντρας που είμαι!».

Ο γίγαντας διάβασε «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ» και πίστεψε ότι ο ραφτάκος είχε αποτελειώσει εφτά ανθρώπους με τη μία. Έτσι αισθάνθηκε κάποιο δέος για τον πιτσιρίκο, θεώρησε όμως σκόπιμο να τον δοκιμάσει για καλό και για κακό. Έτσι πήρε μία πέτρα στο χέρι του και την ζούληξε με τόση δύναμη ώστε η πέτρα έβγαλε νερό.


«Αν μπορείς κάνε και εσύ το ίδιο αφού είσαι τόσο δυνατός» είπε ο γίγαντας.

«Μόνο αυτό;» απάντησε ο ραφτάκος. «Κάτι τέτοια είναι παιχνιδάκια για μένα» είπε και έβαλε το χέρι του στην τσάντα πιάνοντας το τυρί. Ζούληξε το τυρί το οποίο και αμέσως έτρεξαν τα ζουμιά του. «Τα βλέπεις» λέει στο γίγαντα «νομίζω ότι τα κατάφερα καλύτερα από σένα!».

Ο γίγαντας έχασε τα λόγια του και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός ο μικρούλης τα είχε καταφέρει τόσο καλά. Τότε πήρε μια πέτρα και την πέταξε τόσο ψιλά ως που να μη φαίνεται πια με το μάτι.

«Λοιπόν ανθρωπάκο κάνε και εσύ το ίδιο αν μπορείς».


«Καλά την πέταξες» απαντάει ο ραφτάκος «ωστόσο η πέτρα σου τελικά έπεσε και πάλι στο έδαφος». Εγώ θα ρίξω μια πέτρα η οποία δεν θα ξαναπέσει κάτω. Έπιασε στην τσάντα του, πήρε το πουλάκι και το πέταξε στον αέρα. Το πουλί γεμάτο χαρά με την απρόσμενη ελευθερία του πέταξε ψιλά και δεν ξαναγύρισε. «Πως σου φάνηκε αυτό σύντροφε;» ρώτησε ο ραφτάκος.

«Από ότι φαίνεται ξέρεις να ρίχνεις αντικείμενα μακριά» ανταπάντησε ο γίγαντας «αλλά για να δούμε αν μπορείς και να σηκώνεις βάρη». Οδήγησε τον ραφτάκο σε μία τεράστια βελανιδιά η οποία βρισκόταν κομμένη στο έδαφος. «Αν είσαι τόσο δυνατός τότε βοήθησε με να κουβαλήσω αυτό το δέντρο και να το βγάλω έξω από το δάσος».


«Ευχαρίστως» απάντησε ο μικρούλης «μόνο κουβάλα εσύ τον κορμό στις πλάτες σου, και εγώ θα κουβαλάω τα κλαδιά τα οποία είναι και τα βαρύτερα». Ο γίγαντας πήρε τον κορμό στον ώμο του, ο ραφτάκος όμως κάθισε πάνω σε ένα κλαδί. Έτσι ο γίγαντας δεν κουβαλούσε μόνο το δέντρο αλλά και τον νεαρό που είχε ξαπλώσει στα κλαδιά. Η όλη κατάσταση προκαλούσε μεγάλη ευφορία στον ραφτάκο, ο οποίος όπως ήταν ξαπλωμένος σφύριζε τον ρυθμό του τραγουδιού: «τρεις ράφτες ίππευαν, και βγήκαν απ΄ την πόλη» και προσποιούνταν ότι το κουβάλημα του δέντρου ήταν παιχνιδάκι. Ο γίγαντας αφού κουβάλησε το δέντρο γα αρκετό δρόμο κουράστηκε και φώναξε: «Κοίτα, θα πρέπει να ακουμπήσω το δέντρο στο έδαφος». Αμέσως ο ραφτάκος δίνει μια δρασκελιά στο έδαφος και αγκαλιάζει τα κλαδιά με τα δυο του χέρια σαν να κουβαλούσε το δέντρο. «Μα να είσαι τόσο μεγάλος και να μην καταφέρνεις να κουβαλήσεις ένα δέντρο» του λέει.


«Αν είσαι τόσο γενναίος όσο λες, τότε γιατί δεν έρχεσαι να κοιμηθείς το βράδυ στην σπηλιά μας;» Ο ραφτάκος δεν φοβήθηκε καθόλου και ακολούθησε τον γίγαντα στο κατάλυμα του. Όταν έφτασαν στη σπηλιά, βρήκαν και άλλους γίγαντες που καθόταν γύρω από την φωτιά. Κάθε γίγαντας είχε ένα ψητό αρνί στο χέρι και έτρωγε με βουλιμία. Εδώ έχει περισσότερο κόσμο και από το εργαστήριο μου σκέφτηκε ο μικρός.


Ο γίγαντας έδειξε ένα κρεβάτι στον ραφτάκο και του πρότεινε να πέσει και να κοιμηθεί. Καθώς το κρεβάτι ήταν πολύ μεγάλο για τον ραφτάκο αυτός δεν ξάπλωσε καθόλου και πήγε να κοιμηθεί σε μία γωνία της σπηλιάς. Τα μεσάνυχτα όταν ο γίγαντας θεώρησε ότι ο νεαρός θα είχε πια αποκοιμηθεί για τα καλά, σηκώθηκε από το κρεβάτι του, πήρε μια μεγάλη σιδερένια βέργα και άρχισε να χτυπάει το κρεβάτι μέχρι που πίστεψε ότι είχε αποτελειώσει τον ραφτάκο.

Το ξημέρωμα οι γίγαντες πήγαν στο δάσος και είχαν πια ξεχάσει τελείως τον ραφτάκο όταν τον είδαν να έρχεται ευδιάθετο προς το μέρος τους . Τρομαγμένοι άρχισαν να τρέχουν άτακτα προς όλες τις κατευθύνσεις φοβούμενοι ότι ο ραφτάκος ερχόταν να τους εκδικηθεί και να τους σκοτώσει.


Ο ραφτάκος συνέχισε την πορεία του. Αφού περπάτησε και περπάτησε έφτασε τελικά στην αυλή του παλατιού. Εκεί νιώθοντας μεγάλη κούραση ξάπλωσε στο χόρτο και αποκοιμήθηκε. 

Όσο καθόταν ξαπλωμένος μαζεύτηκαν διάφοροι περαστικοί οι οποίοι και παρατηρούσαν από όλες τις πλευρές την ζώνη του που έγραφε: «ΕΠΤΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ».

«Πω πω» μονολογούσαν, «τι ζητάει άραγε ένα ήρωας του πολέμου καταμεσής της ειρήνης. Θα πρέπει να είναι σπουδαίος κύριος». Έτσι οι πιστοί υπήκοοι πήγαν και ανέφεραν στον βασιλιά ότι ένας ήρωας είχε αφιχθεί και τον συμβούλευαν να μην τον αφήσει να αποχωρήσει ποτέ από το βασίλειο. Θεωρούσαν ότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμος αν ξεσπούσε κάποια στιγμή πόλεμος. Στον βασιλιά άρεσε η ιδέα και έστειλε έναν αυλικό να προτείνει στον νεαρό να μπει υπό τις προσταγές του.

Ο απεσταλμένος κάθισε πλάι στον κοιμισμένο ήρωα, περίμενε έως ότου ξυπνήσει για να αποδώσει το κάλεσμα του βασιλιά.


«Ακριβώς για αυτό ήρθα» απάντησε ο ραφτάκος «είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον βασιλιά». Έτσι υποδέχτηκαν τον ήρωα μας με όλες τις τιμές και του προσέφεραν ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα στο παλάτι. Ωστόσο οι στρατηγοί του βασιλιά φοβήθηκαν ότι ο ραφτάκος θα μπορούσε να απειλήσει τη θέση τους και του ευχόταν να τσακιστεί στο πυρ το εξώτερο.

«Τι θα απογίνουμε» αναρωτιόταν «αν τσακωθούμε μαζί του και αυτός αρχίσει να βαράει, με κάθε του γροθιά θα ξεκάνει επτά. Κανείς μας δεν πρόκειται να γλιτώσει».

Έτσι αποφάσισαν και πήγαν όλοι μαζί στο βασιλιά και τον παρακάλεσαν να δεχτεί την παραίτηση τους: «Δεν είμαστε ικανοί να σταθούμε πλάι σε ένα άνθρωπο ο οποίος μπορεί να ξεκάνει επτά με ένα χτύπημα».

Ο βασιλιάς στεναχωρήθηκε καθώς για τη χάρη του ενός θα έπρεπε να χάσει όλους τους πιστούς του στρατιωτικούς και εύχονταν να μην τον είχε συναντήσει ποτέ και θα έκανε το παν για να τον ξεφορτωθεί. Ωστόσο δεν τολμούσε να τον ξαποστείλει καθώς φοβόταν όταν θα ξέκανε όλους τους υπηκόους του για να του κλέψει τελικά τον θρόνο. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο βασιλιάς στο τέλος βρήκε την λύση. Έστειλε ένα αυλικό στον ραφτάκο και του παρήγγειλε μια και ήταν ένας ήρωας πολέμου να του κάνει μια εξυπηρέτηση. Σε ένα από τα δάση του βασιλείου του ζούσαν δύο γίγαντες οι οποίοι προκαλούσαν τεράστιες ζημιές στους υπηκόους του. Φονικά, κλοπές και εμπρησμοί ήταν η καθημερινότητα τους ώστε κανείς δεν μπορούσε να πλησιάσει με ασφάλεια την περιοχή τους. Αν κατόρθωνε να εξοντώσει αυτούς τους δύο γίγαντες θα του έδινε τη μοναχοκόρη του για σύζυγο και το μισώ του βασίλειο για προίκα. Επίσης θα του έδινε εκατό ιππότες για να τον συνοδεύσουν.


Αυτό ήταν μια αποστολή για έναν άνδρα του βεληνεκούς του σκέφτηκε ο ραφτάκος καθώς δεν θα του προσφερόταν κάθε μέρα μία πριγκίπισσα και το μισό βασίλειο.

«Ναι, βέβαια» απάντησε «τους γίγαντες θα τους δαμάσω και του εκατό ιππότες δεν τους έχω ανάγκη. Όποιος μπορεί να πετύχει επτά με ένα χτύπημα δεν έχει να φοβηθεί από δύο».

Ο ραφτάκος έφυγε από το παλάτι και οι εκατό ιππότες τον ακολούθησαν. Μόλις έφτασε στις παρυφές του δάσους ζήτησε από τους συνοδούς του να τον περιμένουν «Τους γίγαντες θα τους κανονίσω μόνος μου» τους ανακοίνωσε.

Μετά μπήκε στο δάσος και προσεκτικά κοιτούσε μια δεξιά και μία αριστερά καθώς προχωρούσε. Τελικά εντόπισε τους γίγαντες να κοιμούνται και να ροχαλίζουν κάτω από ένα δέντρο. Κοντοστάθηκε και τους παρατηρούσε. Γέμισε προσεκτικά τις τσέπες του με πέτρες και ανέβηκε στο δέντρο πάνω από τους γίγαντες. 


Ανέβηκε μέχρι τη μέση του δέντρου και κάθισε ακριβώς πάνω από του γίγαντες. Αμέσως άρχισε να αφήνει τις πέτρες του να πέφτουν στο στήθος του ενός γίγαντα. Αρχικά ο γίγαντας δεν έδειξε να ενοχλείτε τελικά όμως ξύπνησε και άρχισε να σπρώχνει τον σύντροφο του: «Τι θέλεις και με χτυπάς;» τον ρώτησε τσαντισμένος.

«Ονειρεύεσαι» απαντά ο άλλος «δεν σε χτυπάω».

Έπεσαν και πάλι να κοιμηθούνε όταν ο ράφτης έριξε μια πέτρα στον δεύτερο γίγαντα.

«Τι θέλεις» φωνάζει στον πρώτο «γιατί μου πετάς πέτρες;»

«Δεν σου πετάω τίποτα» απάντησε εξοργισμένος ο πρώτος.

Τσακώθηκα για λίγη ώρα, αλλά καθώς ήταν και οι δύο αρκετά κουρασμένοι έδωσαν τόπο στην οργή και έπεσαν να ξανακοιμηθούν. Ο ραφτάκος ωστόσο δεν είχε τελειώσει με το παιχνίδι του. Διάλεξε την μεγαλύτερη πέτρα και την έριξε με όλη του τη δύναμη στο στήθος του πρώτου γίγαντα.


«Αυτό πάει πολύ» φώναξε και άρχισε να χοροπηδάει σαν τρελός και κοπανούσε τον σύντροφό του με τόση δύναμη που το δέντρο που βρισκόταν ο ραφτάκος έτρεμε ολόκληρο. Ο άλλος γίγαντας ξεπλήρωσε τα χτυπήματα με τον ίδιο τρόπο. Τόσο μεγάλη ήταν η οργή τους ώστε ξερίζωναν δέντρα και χτυπούσε ο ένας τον άλλο. Τόση ήταν η μανία τους που τελικά έπεσαν ταυτόχρονα και οι δύο νεκροί. Τότε ο ραφτάκος κατέβηκε από την κρυψώνα του.

«Τελικά είμαι πολύ τυχερός που δεν ξερίζωσαν και το δικό μου δέντρο» μονολογούσε «αλλιώς θα έπρεπε να πηδήξω σαν τη νυφίτσα σε ένα άλλο δέντρο». Τράβηξε το σπαθί του και το έμπηξε με δύναμη μια στον ένα γίγαντα και μια στον άλλο. Τελικά βγήκε από το δάσος και απευθύνθηκε στους ιππότες του. «Έγινε η δουλειά, τους ξέκανα και τους δύο. Τελικά δυσκολεύτηκα κάπως καθώς ξερίζωσαν μέχρι και δέντρα για να αμυνθούν. Ωστόσο και αυτό δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει απέναντι σε κάποιον που πετυχαίνει επτά με ένα χτύπημα».

«Μα εσείς δεν έχετε καν τραυματιστεί» παρατήρησαν δύσπιστοι οι ιππότες.

«Φυσικά και δεν έχω τραυματιστεί» απάντησε «ούτε τρίχα από την κεφαλή μου δεν ακούμπησαν».

Οι ιππότες δεν πίστεψαν κουβέντα από όσα τους είπε ο ραφτάκος, καβάλησαν τα άλογα τους και μπήκαν στο δάσος. Εκεί βρήκαν τους γίγαντες σε μία λίμνη αίματος ο καθένας και γύρω τους ήταν τα ξεριζωμένα δέντρα.


Ο ραφτάκος ζήτησε από βασιλιά την ανταμοιβή που του είχε υποσχεθεί. Ο βασιλιάς όμως μετάνιωσε για την υπόσχεση του και έκανε νέες σκέψεις για το πώς θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τον ήρωα.

«Πριν σου δώσω το μισό μου βασίλειο και την κόρη μου για σύζυγο, θα πρέπει να αποδείξεις τον ηρωισμό σου για μία ακόμη φορά» απάντησε ο βασιλιάς «Στο δάσος κυκλοφορεί ένας μονόκερος ίππος ο οποίος προκαλεί τεράστιες ζημιές. Αυτόν το μονόκερο πρέπει να πιάσεις ζωντανό!»

«Αυτόν τον μονόκερο τον φοβάμαι ακόμη λιγότερο και από ότι τους δύο γίγαντες. Μη ξεχνάτε ότι εγώ είμαι αυτός που κατάφερε επτά με ένα χτύπημα». Πήρε λοιπόν ένα σχοινί και ένα τσεκούρι, έφτασε στο δάσος και ζήτησε τους ιππότες που τον συνόδευαν να τον περιμένουν. Δεν χρειάστηκε να ψάξει για πολύ, ο μονόκερος τον εντόπισε και όρμισε προς τα πάνω του για να τον τρυπήσει με το κέρατο του. «Για δες, για δες» μονολόγησε ο ραφτάκος «τόσο γρήγορα δεν θα μπορέσεις να με ξεκάνεις». Έτσι ο ραφτάκος στάθηκε ακίνητος απέναντι από το ζώο μέχρι που το ζώο τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Αμέσως ο ραφτάκος έδωσε μια δρασκελιά και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Ο μονόκερος έπεσε με όλη του τη δύναμη πάνω στο δέντρο με αποτέλεσμα το κέρατο του να σφηνώσει στον κορμό του δέντρου. Τόσο δυνατή ήταν η πρόσκρουση που ο μονόκερος δεν είχε αρκετή δύναμη ώστε να τραβήξει το κέρατο από το δέντρο και να απελευθερωθεί. «Το πιάσαμε το πουλάκι» είπε ο ραφτάκος καθώς ξεπρόβαλε πίσω από το δέντρο. Αμέσως έφτιαξε μια θηλιά με το σχοινί που είχε πάρει μαζί του και την πέρασε από τον λαιμό του μονόκερου. Μετά απελευθέρωσε με το τσεκούρι το κέρατο του ζώου και οδήγησε το ζώο στον βασιλιά.


Ο βασιλιάς ζήτησε και μία τρίτη δοκιμασία πριν εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ζήτησε από τον ραφτάκο να πάει στο δάσος και να πιάσει ένα αγριογούρουνο που προκαλούσε μεγάλες ζημιές. Μάλιστα έστειλε μαζί του κυνηγούς για να τον βοηθήσουν.

«Ευχαρίστως» απάντησε ο ραφτάκος «αυτό είναι παιχνιδάκι».

Τους κυνηγούς τους άφησε στις παρυφές του δάσους. Από ότι φάνηκε οι κυνηγοί ήταν ικανοποιημένοι με αυτή την εξέλιξη καθώς ήδη αρκετές φορές είχαν συναντήσει το ζώο στο δάσος και δεν ήθελαν να το ξαναβρούν μπροστά τους.


Μόλις το αγριογούρουνο είδε τον ράφτη όρμισε κατά πάνω του. Από το στόμα του έτρεχαν αφροί και κράδαινε τα δόντια του προσπαθώντας να τον ρίξει καταγής. Ο ήρωας μας όμως πήδηξε γρήγορα-γρήγορα και μπήκε σε ένα εκκλησάκι που ήταν εκεί κοντά και αμέσως με ένα πήδημα πήδηξε έξω από το παράθυρο. Το γουρούνι τον είχε ακολουθήσει και μπήκε και αυτό στο εκκλησάκι. Ο ράφτης που ήταν ήδη έξω πήγε από πίσω και έκλεισε την πόρτα. Το ζώο ήταν πολύ βαρύ για να μπορέσει να πηδήξει και να βγει από το παράθυρο. Τότε ο ραφτάκος πήγε και φώναξε τους κυνηγούς για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια το φυλακισμένο ζώο. 


Ο ίδιος ο ράφτης πήγε στον βασιλιά και αυτός ήθελε δεν ήθελε έπρεπε πλέον να τηρήσει την υπόσχεση του και έδωσε την κόρη του και το μισό βασίλειο στο ραφτάκο. Αν ήξερε ότι μπροστά του στεκόταν ένας ράφτης και όχι ένας ήρωας πολέμου τότε ο βασιλιάς θα στεναχωριόταν ακόμη περισσότερο. Έτσι ο γάμος έγινε με μεγαλοπρέπεια και ο ήρωας μας έγινε από ραφτάκος βασιλιάς. Ο βασιλιάς και η κόρη του ωστόσο δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με αυτή την εξέλιξη.
Αφού πέρασε λίγος καιρός η νέα βασίλισσα άκουσε τον σύζυγό της να παραμιλάει στον ύπνο του: «Μικρέ κοίτα να μου φτιάξεις το γιλέκο και να μου μπαλώσεις το παντελόνι, μη σε πιάσω στα χέρια μου και σε σπάσω σαν το χταπόδι». Εκεί συνειδητοποίησε από πού κρατούσε η σκούφια του νέου βασιλιά. Την άλλη μέρα πήγε με παράπονο στον πατέρα της να του αφηγηθεί τον καημό της και του ζήτησε να την απαλλάξει από τον σύζυγο της. «Ο άντρας που μου έδωσες όχι μόνο δεν είναι γαλαζοαίματος» του είπε «αλλά ένας ταπεινός ράφτης».


Ο βασιλιάς την παρηγόρησε και απάντησε: «Άσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ανοιχτή σήμερα το βράδυ και οι υπηρέτες μου θα τον πιάσουν, θα τον δέσουν και θα τον στείλουν με ένα πλοίο στην άλλη άκρη του κόσμου»! Η βασίλισσα δέχτηκε τα λόγια του πατέρα της με χαρά, αλλά ο υπασπιστής του βασιλιά που τα είχε ακούσει όλα, έτρεξε στον νέο βασιλιά και του μαρτύρησε τα πάντα.

Το βράδυ ο ραφτάκος έπεσε να κοιμηθεί την συνηθισμένη ώρα μαζί με τη γυναίκα του. Όταν η βασίλισσα πίστεψε ότι κοιμόταν, σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα και ξάπλωσε ξανά. Ο ραφτάκος που απλώς προσποιούνταν ότι είχε κοιμηθεί άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Μικρέ κοίτα να μου φτιάξεις το γιλέκο και να μου μπαλώσεις το παντελόνι, μη σε πιάσω στα χέρια μου και σε σπάσω σαν το χταπόδι. Εγώ που πέτυχα επτά με ένα χτύπημα, σκότωσα δύο γίγαντες, απήγαγα έναν μονόκερο και έπιασα ένα αγριογούρουνο, πιστεύεις ότι θα μπορούσα να φοβηθώ αυτούς που στέκονται έξω από το δωμάτιο μου»;


Οι υπηρέτες όταν άκουσαν τον ράφτη να λέει αυτά τα λόγια, κυριεύτηκαν από φόβο, το έβαλαν στα πόδια σαν να τους κυνηγούσε ολόκληρο το σύμπαν και δεν τόλμησαν να πλησιάσουν τον βασιλιά.

Έτσι ο ραφτάκος παρέμεινε βασιλιάς μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...