Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018


                              Η βασιλοπούλα και το μπιζέλι 

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας όμορφος πρίγκιπας με  ετον βασιλιά πατέρα του και την βασίλισσα μητέρα του.Ηθελε να παντρευτεί μια αληθινή πριγκίπισσα αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε μια.Ετσι λοιπόν ταξίδεψε σε πολλά βασιλεια είδε πολλές πριγκίπισσες αλλά δεν βρήκε αυτήν που θα ήθελε.Και πήρε τον δρόμο του γυρισμού θλιμμένος παρά πολύ.
  

Ένα βραδυ ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα αστραπές, βροντές, αέρας δυνατός, βροχή και ξάφνου ακούγεται ένα κτύπημα στη πόρτα και ο βασιλιάς πάει και ανοίγει και τι να δει μπροστά του.Μια όμορφη κοπέλα στέκονταν μπροστά του βρεγμένη ως το κόκκαλο.Απο τα μαλλιά της τρεχαν νερά και τα όμορφα ρούχα της ήταν μούσκεμα με λίγα λόγια βρεγμένη ως το κόκκαλο.Ειπε ότι ήταν πριγκίπισσα και ζήτησε να μείνει στο παλάτι να γλυτώσει από την βροχή.Μπηκε μέσα τρέμοντας από το κρύο έτσι βρεγμένη που ήταν και τους ευχαρίστησε που την δέχτηκαν.

Η βασίλισσα σκέφτηκε ότι σύντομα θα μάθει εάν όντως είναι μια πραγματική πριγκίπισσα όπως είπε.Δεν μίλησε αλλά πήγε στην κάμαρη που θα κοιμόταν η πριγκίπισσα και ζήτησε από τους υπηρέτες να φέρουν πολλά στρώματα και αφού τα στρωσαν στο κρεβάτι έβαλε κάτω κάτω ένα μπιζέλι.Μετα φώναξε την πριγκίπισσα να πάει στην κάμαρη να ξαπλώσει να κοιμηθεί.Το πρωί η βασίλισσα ρώτησε την πριγκίπισσα.
 «Πως κοιμήθηκες καλή μου; ήσουν άνετα;»
Η πριγκίπισσα απάντησε.
«Όλα ήταν πολύ όμορφα τα μαξιλάρια πολύ μαλακά τα σεντόνια απαλά και ζεστά αλλά το στρώμα ήταν σκληρό και κάτι με ενοχλούσε.Ετσι βασίλισσα μου δεν μπόρεσα να κοιμηθώ και έχω γεμίσει στο σώμα μου μελανιές.Ηταν απαίσια.Η βασίλισσα κατάλαβε ότι ήταν μια πραγματική πριγκίπισσα.
 

Άλλωστε ποιος άλλος θα ενοχλούνταν από ένα μπιζέλι κάτω από είκοσι στρώματα! Μονο μια πριγκίπισσα αληθινή.Ετσι λοιπόν ο πρίγκιπας βρήκε την πραγματική πριγκίπισσα που έψαχνε  τόσο καιρό και την παντρεύτηκε.Το δε μπιζέλι το βάλανε στο μουσείο να το βλέπουν όλοι.Ετσι ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...


                           Ο βασιλιάς βάτραχος 


Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας βασιλιάς Μπέτις κόρες του.Ειχε πολλές κόρες αλλά η μικρότερη ήταν τόσο όμορφη που ακόμα και ο ήλιος δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφη κοπέλα σαν την μικρή πριγκίπισσα.Η μικρή πριγκίπισσα πήγαινε στο δάσος που ήταν κοντά στο παλάτι εκεί δε είχε ένα πηγάδι που η μικρή πριγκιπισσα όταν είχε ζέστη έσκυβε από επάνω για να δροσιστεί.Ειχε ένα τόπι χρυσό και με αυτό έπαιζε.Το πετούσε ψηλά και το έπιανε και έτσι περνούσε την ώρα της διασκεδάζοντας.Μια μέρα καθώς πετούσε το χρυσό της τόπι ψηλά εκείνο έπεσε μέσα στο πηγάδι.
Η μικρή πριγκίπισσα έτρεξε και έσκυψε πάνω από το πηγάδι και είδε το τόπι της να κατεβαίνει και να κατεβαίνει όλο και πιο βαθιά.
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
  

Όσο περνούσε η ώρα και δεν μπορούσε να βρει το τόπι της έκλαιγε και πιο δυνατά.
Ξαφνικά ακούει μια φωνή να την λέει.
«Τι έχεις μικρή πριγκίπισσα και κλαις τόσο πολύ;ακόμα και οι πέτρες σε λυπούνται»
Η πριγκίπισσα γυρνάει το κεφάλι της και βλέπει ένα βατραχο να την μιλάει.
«Εσυ είσαι βατραχάκο;κλαίω γιατί το χρυσό μου τόπι έπεσε στο πηγάδι και δεν μπορώ να το πιάσω»
«Και γιαυτο κλαις;λέει ο βάτραχος.Πολυ εύκολο για εμένα.Θα παω και θα σου το φέρω αλλά θέλω κάτι για αντάλλαγμα»
 

«Ότι μου ζητήσεις θα στο δώσω του λέει η πριγκιπισσα.Θελεις τα χρυσαφικά μου;θέλεις τα διαμάντια μου ακόμα και την Κορωναίου θα σου έδινα για να μου φέρεις το χρυσό μου τόπι.»
«Πριγκιπισσα μου δεν θέλω τίποτε από όλα αυτά που μου λες παρά μόνο την φιλία σου.Θελω να είμαι φίλος σου να με αφήνεις να κάθομαι δίπλα στο τραπέζι σου να τρώω από το πιάτο σου να κοιμάμαι στο κρεβάτι σου»
Η μικρή πριγκιπισσα δεν σκέφτηκε πολύ και λέει στον βάτραχο.
«Στο υπόσχομαι ότι μου ζήτησες θα το κανω αρκεί να μου φέρεις το τόπι μου»
Ο βάτραχος δίνει μια και βρίσκεται μέσα στο πηγάδι και σε λίγο βγαίνει με το χρυσό τόπι στο στόμα του και το δίνει στην μικρή πριγκιπισσα.Εκείνη παίρνει το τόπι και αρχίζει να τρέχει χωρίς να πάρει το βάτραχο μαζί της όπως είχες υποσχεθεί.
«Περίμενε με πριγκιπισσα μου εγώ δεν μπορώ να τρέχω τόσο γρήγορα σαν εσένα περίμενε με»
Η πριγκιπισσα που να τον ακούσει.Τρεχει και φτάνει στο παλάτι χαρούμενη που έχει πάλι το τόπι της.
Την επόμενη ημέρα την ώρα του φαγητού τρώγοντας με τον βασιλιά πατέρα της και τις αδερφές της ακούγεται χτύπημα στην πόρτα και κάποιος να λέει.
«Πριγκιπισσα η πιο μικρή από όλες να μου ανοίξεις την πόρτα»
Η πριγκιπισσα έτρεξε προς την πόρτα να δει ποιος είναι.Μολις ανοίγει βλέπει τον βάτραχο και αμέσως τρομαγμένη κλείνει την πόρτα.
«Τι έπαθες; τι είδες; Κανέναν γίγαντα και τρόμαξες τόσο πολύ;»
«Όχι δεν είδα γίγαντα ένας βάτραχος είναι»
«Και τι μπορεί να θέλει ένας βάτραχος από εσένα;»είπε ο βασιλιάς.
Έτσι η μικρή πριγκιπισσα είπε στον βασιλιά πατέρα της την περιπέτεια της με το τόπι της και τον βάτραχο.
«Πριγκιπισσα μικρή άνοιξε την πόρτα και κάνε ότι υποσχέθηκες»
Ο βασιλιάς θυμωμένος την λέει.
«Ότι υποσχέθηκες πρέπει να το κανείς.Πηγαινε και άνοιξε την πόρτα αμέσως»
Ο βάτραχος μπήκε μέσα και γραμμή για το τραπέζι δίνει μια και δυο και πάνω στο τραπέζι δούλα στην πριγκιπισσα.Αρχισε να τρώει από το χρυσο πιάτο της πριγκίπισσας και να πίνει από το χρυσό ποτηρακιτης.Εκεινη τον κοιτούσε αηδιασμένη αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.Μολις τελείωσε το φαγητό του ο βάτραχος λέει στην πριγκίπισσα.
«Τώρα έχω χορτάσει αλλά νυστάζω και θέλω να κοιμηθώ.Πηγαινε με στο ζεστό σου κρεβατακι»
 

Η μικρή πριγκίπισσα άρχισε να κλαίει.Δεν ήθελε ο κρύος βάτραχος να κοιμηθεί στο κρεβάτι της.Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και την λέει.
«Δεν φερόμαστε έτσι άσχημα σε όποιον μας βοηθάει όταν έχουμε ανάγκη»
Η πριγκίπισσα έπιασε τον βάτραχο αηδιασμένη και ανέβηκε στο δωμάτιο της και εκεί τον άφησε σε μια γωνία.Ο βάτραχος όμως την είπε «βάλεμε και εμένα στο ζεστό κρεβατακι σου αλλιώς θα το πω στον βασιλιά πατέρα σου»Η πριγκίπισσα θύμωσε τότε πολύ έπιασε τον βάτραχο και τον πέταξε με δύναμη στον τοίχο.Ο βάτραχος τότε άλλαξε και έγινε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο.Το βασιλόπουλο εξήγησε στην μικρή πριγκίπισσα ότι μια μάγισσα κακιά τον έκανε βάτραχο για να μείνει όλη την ζωή στο πηγάδι γιατί κανένας δεν θα μπορούσε να λύσει τα μαγιά της.Ομως η μικρή πριγκίπισσα μπόρεσε να τα σπάσει και να γίνει πάλι το όμορφο βασιλόπουλο όπως ήταν.Η επιθυμία του βασιλιά ήταν να παντρευτεί η πριγκίπισσα το βασιλόπουλο έτσι και έγινε.Την άλλη μέρα το πρωί μια άμαξα με οκτώ άσπρα άλογα τους πήρε για το παλάτι του βασιλόπουλο.Με χρυσες αλυσίδες έσερναν τα άλογα την άμαξα και ο πιστός υπηρέτης του βασιλόπουλου ο Ερρίκος την οδηγούσε.Ο Ερρικος από την θλίψη του είχε δέσει την καρδιά του με σιδερένιες ταινίες για να μην σπάσει.Καθως η άμαξα προχωρούσε προς το παλάτι ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ και το βασιλόπουλο νόμισε ότι έπαθε κάποια ζημιά η άμαξα.
«Τι έπαθε Ερρίκο η άμαξα;» ρώτησε το βασιλόπουλο τον άμαξα.
«Τίποτε βασιλιά μου μόνο που σπάνε οι ταινίες που είχα στην καρδιά μου για να μην σπάσει εκείνη από τον πόνο μου που ήσουν βάτραχος υσηχασε.Ο Ερρικος λοιπόν ευτυχισμένος συνέχισε να οδηγεί την άμαξα με τον βασιλιά και την μικρή πριγκίπισσα μέχρι το παλάτι και εκεί έζησαν καλά και εμείς καλύτερα.


Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Οι δώδεκα πριγκίπισσες που χόρευαν





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ζούσε με τις δώδεκα θυγατέρες του.Ολες οι πριγκίπισσες ήταν πανέμορφες η μια ωραιότερη από την άλλη.Κοιμωντουσαν όλες μαζί σε ένα ωραίο δωμάτιο με τα κρεβάτια τους το ένα δίπλα στο άλλο.Καθε βραδυ ο βασιλιάς πατέρας τους 
          
τις κλείδωνε στο δωμάτιο τους αλλά το πρωί αντίκριζε κάτι πολύ παράξενο.Τα παπούτσια τους ήταν όλα σκισμένα θαρρείς και χόρευαν όλη την νύχτα.Απελπισμενος ο βασιλιάς έβγαλε μια ανακοίνωση προς όλο το βασίλειο του και έλεγε οποίος ανακάλυψη που πάνε οι βασιλοπουλες την νύχτα και σχίζουν τα παπούτσια τους θα διαλέξει μια πριγκίπισσα για να την παντρευτή.Αν όμως αποτυχενε θα έχανε την ζωή του.




  
 Παρουσιάστηκαν πολλοί πρίγκιπες από πολλά βασίλεια αλλά κανένας δε έλυσε το μυστήριο και φυσικά έχασαν όλοι την ζωή τους.Μια μέρα ένας στρατιώτης πήγαινε στο δρόμο προς το βασίλειο
 Ετων πριγκιπισσων.Στο δρόμο του συναντάει μια ηλικιωμένη γυναίκα και εκείνη τον λέει.
-Για που το έβαλες παλικάρι μου;
-Μήπως και ξέρω καλή μου γριούλα και σαν λίγο αστεία σαν σοβαρα λέει να θα ήθελα να λύσω το μυστήριο με τις δώδεκα βασιλοπουλες να παντρευτώ μια από αυτές και να γίνω βασιλιάς.



Τότε η γριούλα τον λέει
-Άκουσε με καλά και εγώ θα σε βοηθήσω.Φαινεσαι καλός άνθρωπος και αξίζει να σε
Κβοηθήσω.Πρωτα θα σου δώσω αυτόν τον μανδύα που όταν τον φορέσεις θα γίνεις αόρατος και δεύτερον δεν θα πιεις καθόλου από το κρασί που θα σε δώσουν οι βασιλοπουλες το βραδυ πριν να πας για ύπνο.Οστρατιωτης αφού άκουσε με προσοχή την γριούλα την ευχαρίστησε έβαλε τον μανδύα στο σακίδιο του και πήρε το δρόμο για το παλάτι.
Εκεί τον υποδέχτηκαν όπως και τους άλλους και φόρεσε ρούχα βασιλικά που του εδωσαν.Το βραδυ τον οδήγησαν σε ένα δωμάτιο δίπλα από το δωμάτιο που κοιμούνταν οι πριγκίπισσες και σε λιγάκι η μεγαλύτερη του πήγε ένα ποτήρι κρασί.Αυτος έκανε πως το πίνει αλλά με τρόπο το έριξε στο σφουγγάρι που είχε κρυμμένο κάτω από το σαγόνι του.
 Ξάπλωσε στο κρεββάτι του και μετά από λίγο έκανε πως κοιμάται και άρχισε να ροχαλίζει σαν να ήταν σε βαθύ ύπνο.Οι βασιλοπουλες άκουσαν το ροχαλητό του και ξέσπασαν σε γέλια.Η πιο μεγάλη είπε «κρίμα που θα χάσει την ζωή του και αυτός» 
Σηκώθηκαν λοιπόν αθόρυβα από τα κρεβάτια τους και άρχισαν να φοράνε τα όμορφα φορέματα τους 
Όταν ετοιμάστηκαν έριξαν μια μάτια στον στρατιώτη και αφού βεβαιώθηκαν ότι κοιμάται είπαν ότι δεν έχουν να φοβηθούν και πήγαν στο δωμάτιο τους. Η μεγαλύτερη χτύπησε ένα κρεβάτι έλαφρα και τότε άνοιξε το πάτωμα και φάνηκε μια σκάλα.Οι βασιλοπουλες άρχισαν να κατεβαίνουν την σκάλα.Ο στρατιώτης φόρεσε το μανδύα που τον έκανε αόρατο και ακολούθησε τις βασιλοπουλες.Κατα λάθος πάτησε το φόρεμα της μικρότερης πριγκίπισσας εκείνη τρόμαξε πολύ και είπε.
-Τι συμβαίνει; Κάποιος με πάτησε το φόρεμα μου.
-Από κάποιο καρφί θα πιάστηκε είπε η μεγαλύτερη βασιλοπούλα μην φοβάσαι. Συνέχισαν να κατεβαίνουν και στο τέλος έφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα με ασημένια φύλλα.Ο στρατιώτης έκοψε ένα κλαδάκι να το έχει σαν πειστήριο.Η μικρή βασιλοπούλα τρόμαξε και λέει.
-Άκουσα ένα κράκ τι είναι; Ρώτησε φοβισμένη.Η μεγάλη αδερφή την καθησύχασε πάλι και συνέχισαν να περπατούν.Εφτασαν σε ένα δρόμο που είχε δέντρα που τα φύλλα τους ήταν από χρυσάφι  και κατόπιν έφτασαν σε άλλο δρόμο που τα δέντρα τους είχαν φύλλα στολισμένα με διαμάντια.Ο στρατιώτης έκοψε από όλα το δέντρα κλαράκια για απόδειξη.Ξαφνου φτάνουν σε μια λίμνη και εκεί ήταν δώδεκα όμορφες βαρκούλες σαν κύκνοι και δώδεκα βασιλοπούλα περίμεναν τις βασιλοπουλες.Αφου μπήκαν στις βάρκες πέρασαν στην απέναντι όχθη.Εκει ήταν ένα όμορφο παλάτι φωταγωγημένο και γλυκές μουσικές ακούγονταν παντού.Οι βασιλοπουλες άρχισαν να χορεύουν με τα βασιλοπούλα.Ο στρατιώτης παρατηρούσε γύρω του και όταν η μικρή βασιλοπούλα πριν προλάβει να φέρει στα χείλη το ποτήρι της για να ξεδιψάσει ο στρατιώτης το πήρε και το ήπιε.Η μικρή πριγκίπισσα τρόμαξε πάλι αλλά η μεγάλη της αδερφή την ησύχασε πάλι.Χορευαν συνεχώς οι βασιλοπουλες μέχρι τις τρεις και τα παπούτσια τόυς έγιναν κομμάτια.

Έτσι σταμάτησαν να χορεύουν και πήραν τον δρόμο του γυρισμού.Μπηκαν στις βάρκες και τα βασιλοπούλα τις πέρασαν στην απέναντι όχθη.Ο στρατιώτης έτρεξε και ανέβηκε πρώτος τις σκάλες πήγε στο δωμάτιο του τρύπωσε στο κρεβάτι του και έκανε πως κοιμάται. Οι βασιλοπουλες πήγαν να δουν τον στρατιώτη και όταν τον άκουσαν να ροχαλίζει είπαν «άδικα ανησυχίσαμε κοιμάται του καλού καιρού και γέλασαν.
 Το πρωί ο στρατιώτης πήρε τα κλαδάκια τα από ασημί χρυσάφι και διαμάντια και παρουσιάστηκε στον βασιλιά.
-Τι κάνουν λοιπόν οι κόρες μου που πηγαίνουν και χορεύουν και κουρελιάζουν τα παπούτσια τους;
-Βασιλιά μου το και το οι βασιλοπουλες κατεβαίνουν βαθιά και εκεί υπάρχει ένα όμορφο παλάτι με δρόμους που τα φύλλα από τα δέντρα είναι ασημένια,χρυσά,και στολισμένα με διαμάντια.Μαλιστα βασιλιά μου εδώ έχω και τα κλαδάκια που έκοψα για να τα δεις και εσυ.Οι βασιλοπουλες είχαν κολλημένα τα αυτιά τους στην πόρτα για να ακούσουν τι λέει ο βασιλιάς με τον στρατιώτη.Οβασιλιας πατέρας τους τις  ρωτάει αν είναι όλα αυτά αλήθεια.Καταλαβαν ότι δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν και παραδέχτηκαν ότι έτσι είναι αυτή είναι αλήθεια.Ο βασιλιάς τότε λέει στον στρατιώτη  «θα κρατήσω τον λόγο μου και σε ρωτώ ποια από τις κόρες μου θα παντρευτείς;»
Ο στρατιώτης λέει «είμαι μεγάλος για τις μικρότερες κόρες σου νομίζω ότι αυτή που με ταιριάζει είναι η μεγάλη κόρη σου»
Η βασιλοπούλα άρχισε να τον συμπαθεί και ήταν θετική για το γάμο αυτό.Παντρευτηκαν λοιπόν και τα γλέντια κράτησαν πολλές νύχτες και μέρες και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα.







Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Η ΖΑΧΑΡΟΥΠΟΛΗ πηγη:taparamythiatisgiagias.blogspot.com


Όλη τη νύχτα έπεφτε πολύ νερό. Το πρωί ήταν όλα φρεσκοπλυμένα από τη βροχή. Ο μικρός Νικόλας ανησυχούσε για την πρώτη μέρα στο σχολείο. Είχε ήδη ετοιμάσει την κόκκινη αστραφτερή τσάντα του.  Γάλα, νερό, χαρτομάντηλα, κρουασάν, κασετίνα, βιβλία ήταν όλα μέσα. Σε ετοιμότητα. Ένα πράγμα τον ανησυχούσε, αν θα  γινόταν δεκτός  από τους συμμαθητές του. Οχτώ και πέντε ξεκίνησε για το σχολείο.




-Τι θέλετε εσείς εδώ; ρώτησε ο επιστάτης του σχολείου.

- Εμμ... είμαι ο νέος μαθητής…

-Μα εσύ τι δουλειά έχεις στο σχολείο; Ούτε πατερίτσες έχεις ούτε αμαξίδιο!

-Το γνωρίζω κύριε. Έτσι γεννήθηκα... περπατώ, τρέχω, παίζω χωρίς πατερίτσες... χωρίς αμαξίδιο...


Το προαύλιο ήταν γεμάτο παιδιά που έπαιζαν. Άλλα έκαναν αγώνες με τ' αμαξίδιά τους, κάνοντας επιδέξιους ελιγμούς, άλλα έκαναν κουτσό, ενώ άλλα απλώς συζητούσαν σε διάφορα σημεία. Ο μικρός Νικόλας άφησε πίσω του την εξώπορτα και κινήθηκε στο προαύλιο. Ένα αεράκι του θύμισε τα λόγια της μητέρας του: «Θα είναι υπέροχα εκεί που θα πας στο νέο σου σχολείο. Θα περάσεις τέλεια».

Και τότε γιατί ένιωσε ξαφνικά τα βλέμματα όλων των παιδιών πάνω του περίεργα; Είχαν σταματήσει το παιχνίδι τους και τον παρατηρούσαν καθώς προχωρούσε στην τσιμεντένια αυλή. Είδε παιδιά να κρυφογελούν και άλλα να τον δείχνουν με το δάχτυλο. Ο μικρός Νικόλας άφησε τη σάκα του σε μια άκρη και πλησίασε δειλά δειλά μια παρέα παιδιών που έπαιζαν μπάσκετ.


-Μπορώ να παίξω μαζί σας; τα ρώτησε.

-Μα πώς θα παίξεις εσύ μαζί μας χωρίς αμαξίδιο; Πήγαινε να παίξεις με τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο.

Με δισταγμό πλησίασε την παρέα που έπαιζε ποδόσφαιρό και ρώτησε αν μπορούσε να παίξει μαζί τους.

-Μα πώς θα παίξεις αφού τα χέρια σου δεν είναι ανάπηρα, όπως τα δικά μας, και στο ποδόσφαιρο εμείς παίζουμε μόνο με τα πόδια μας.

-Μα μπορώ να παίξω χωρίς να χρησιμοποιώ τα χέρια μου!



-Καλημέρα παιδιά, ακούστηκε ο διευθυντής. Από σήμερα θα έχουμε μαζί μας έναν καινούριο μαθητή, τον Νικόλα. Ο Νικόλας δεν είναι από την Ζαχαρούπολη και δεν έχει καμία κινητική αναπηρία.

Μετά το καλωσόρισμα του μικρού Νικόλα, όλα τα παιδιά ξεκίνησαν για τις τάξεις τους. Η δική του τάξη ήταν στη δεξιά πλευρά του κτιρίου. Φτάνοντας εκεί στάθηκε στην άκρη, παρατηρώντας τους συμμαθητές του που οδηγούσαν τα αμαξίδια τους στις ειδικές ράμπες με  τα  κάγκελα που υπήρχαν και στις δύο πλευρές για να μπορούν ν' ανεβοκατεβαίνουν εύκολα, κατά την είσοδο και την έξοδο τους  από  την τάξη. Μπήκε τελευταίος και όλοι είχαν πάρει τη θέση τους στα θρανία. Τα θρανία δεν ήταν όλα ακριβώς ίδια. Σ' εκείνα που καθόντουσαν τα παιδιά με τα αμαξίδια δεν υπήρχαν καρέκλες. Αντιθέτως, στα υπόλοιπα που κάθονταν τα παιδιά με τις πατερίτσες, υπήρχαν. Για άλλη μια φορά ένιωσε τα βλέμματα των παιδιών πάνω του. Όμως το δικό του βλέμμα είχε σταματήσει πάνω στη δασκάλα, που στεκόταν στην άκρη της αίθουσας. Χαμογελούσε και περίμενε υπομονετικά να τακτοποιηθούν όλοι για να ξεκινήσουν το μάθημά
τους.

Αυτό που τώρα παρατήρησε, ήταν, πως η δασκάλα της τάξης δεν καθόταν σε αμαξίδιο, ούτε κρατούσε πατερίτσες. Ήταν ακριβώς όπως εκείνος. Τότε θυμήθηκε τα λόγια του επιστάτη του σχολείου, που τον είχε ρωτήσει νωρίτερα τι δουλειά είχε στο σχολείο, καθώς δεν είχε ούτε πατερίτσες, ούτε αμαξίδιο. Τι είχε λοιπόν να πει ο επιστάτης για τη δασκάλα τους;


Έμεινε για λίγο ακίνητος. Έπειτα προχώρησε σ’ ένα από τα θρανία που υπήρχαν καρέκλες και ρώτησε το αγόρι που καθόταν εκεί:

-Μπορώ να καθίσω μαζί σου;

-Φυσικά, απάντησε εκείνο.

Ο μικρός Νικόλας κάθισε γέρνοντας προς το μέρος του και του ψιθύρισε:

-Είμαι ο Νικόλας, εσένα πως σε λένε;

-Με λένε Λεωνίδα, του απάντησε. Κάνε όμως ησυχία τώρα γιατί αρχίζει το μάθημα.

Η δασκάλα ακούγοντας την απόλυτη ησυχία είπε με την πιο γλυκιά φωνή της:

-Καλημέρα παιδιά, ας καλωσορίσουμε όλοι τον καινούριο μας συμμαθητή με ένα χειροκρότημα, λέγοντας δυνατά τα ονόματά μας.

Το χειροκρότημα των συμμαθητών του, τον έκανε να χαμογελάσει ντροπαλά.

-Με λένε Γρηγόρη.

-Με λένε Μαρία.

-Με λένε Κωνσταντίνο.

-Με λένε Ελένη.

Ένα ένα τα παιδιά φώναζαν τα ονόματά τους και τον χαιρετούσαν.

Το φως του ζεστού ήλιου, που έμπαινε από το παράθυρο, τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε, γυρνώντας το κεφάλι και κοιτώντας με τρυφερότητα το  όμορφο  κορίτσι, που χρόνια τώρα είναι η σύντροφος του στις χαρές και τις λύπες.

-Αχ, Ελένη πόσα χρόνια περάσαν από κείνη την πρώτη μέρα στο σχολείο, θυμάσαι;

-Πως δε θυμάμαι αγάπη μου; Μπήκες μέσα στην τάξη και κοιτούσες σα χαμένος μην ξέροντας τι να κάνεις...

-Μα σας είδα όλους εκεί και ένιωθα τόσο διαφορετικός. Εγώ έχω τα δύο μου πόδια και στο σχολείο εκτός από την δασκάλα δεν ήταν άλλος σαν κι εμένα. Δεν ήξερα πώς να φερθώ, πώς να κάνω φίλους. Θα με αποδεχόσασταν; Σας έβλεπα να κάνετε όλα τα πράγματα που έκανα εγώ, χωρίς να σας προβληματίζει που κάποιοι καθόσασταν σε αναπηρικά αμαξίδια και είχατε πατερίτσες…



-Μα τι σημασία έχουν τα πόδια, γλυκέ μου; Εγώ στα μάτια σου είδα ένα αστέρι, μία λάμψη που με οδήγησε στην καλοσύνη της ψυχής σου. Αυτό που έχει σημασία είναι το ότι στέκεσαι συμπαραστάτης σε όποια απόφαση πάρω. Όταν αποφάσισα να σπουδάσω στην ιατρική και μετά που αποφάσισα να δουλέψω, με υποστήριξες. Δεν με άφησες να απογοητευτώ ούτε στιγμή!

-Έχεις δίκιο Ελένη μου, κι εσύ μου στάθηκες σε όλα και με βοήθησες να γίνω καλύτερος στη δουλειά μου, να καταλάβω την ψυχολογία και τις ανάγκες των παιδιών με κινητικές δυσκολίες. Να γίνω καλύτερος δάσκαλος. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να ονειρεύονται, να βάζουν στόχους και να παλεύουν για την επίτευξη τους.

Έτσι λοιπόν το αγαπημένο ζευγάρι, αφού θυμήθηκε την πρώτη του συνάντηση, κατάλαβε ότι η διαφορετικότητα δεν θα πρέπει να μας εμποδίζει από το να γίνουμε ευτυχισμένοι και πετυχημένοι.

Η Ζαχαρούπολη θα είναι για πάντα ο δικός τους παράδεισος. Το μέρος όπου συναντήθηκαν, αγαπήθηκαν, κατάλαβαν και σεβάστηκαν ο ένας τον άλλο. Όπου κι αν η ζωή τους πάει, πάντα θα γυρνάνε στη Ζαχαρούπολη. Εκεί, όπου οι ευκαιρίες υπάρχουν και τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα…

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Πηγη:taparamythiatisgiagias.com
Μια φορά και έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ήταν μία γυναίκα η οποία γέννησε ένα αγοράκι. Όταν γεννήθηκε το μωρό, είχαν προβλέψει ότι θα ήταν πολύ τυχερό και ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων ετών. 

Όλο το χωριό μιλούσε για το τυχερό παιδί που γεννήθηκε. Μετά από λίγο καιρό έτυχε να περάσει ο βασιλιάς από το χωριό. Ήταν μεταμφιεσμένος σε χωρικό και ρωτούσε, χωρίς να τον αναγνωρίζει κανείς, για τα νέα του τόπου. Οι κάτοικοι τότε του είπαν πως γεννήθηκε ένα παιδί που όλα τα σημεία έδειχναν ότι ήταν πολύ τυχερό. Μάλιστα είχαν προβλέψει ότι θα παντρευόταν την κόρη του βασιλιά μόλις γίνει δεκατεσσάρων χρονών.

Ο βασιλιάς όμως είχε κακή καρδιά και θύμωσε με το ενδεχόμενο να κάνει γαμπρό το φτωχό χωριατόπουλο. Έτσι πήγε στους φτωχούς γονείς του παιδιού και τους είπε ευγενικά: «αφήστε μου το παιδί και θα το φροντίσω εγώ όπως πρέπει.» 

Αρχικά οι γονείς αρνήθηκαν, όταν όμως τους πρόσφερε πολύ χρυσάφι άλλαξαν γνώμη. Σκέφτηκαν ότι η τύχη του παιδιού έστειλε τον ξένο και πως θα ήταν καλύτερα να μεγαλώσει μαζί με κάποιον που διέθετε τόσα πολλά χρήματα. Έτσι τελικά δέχτηκαν και του έδωσαν το παιδί.

Ο βασιλιάς έβαλε το μωρό σε ένα κουτί και το πήρε με το άλογο του. Αφού ίππευσε για αρκετή ώρα, έφτασε σε ένα βαθύ ποτάμι στο οποίο και πέταξε το κουτί μαζί με το παιδάκι. Ευχαριστημένος σκέφτηκε ότι έσωσε την κόρη του από έναν αναπάντεχο μνηστήρα. Το κουτί όμως δεν βυθίστηκε στο ποτάμι αλλά επέπλεε σαν βάρκα χωρίς να περάσει στο εσωτερικό του ούτε μία σταγόνα νερό. 

Έτσι ταξίδεψε για ώρα μέχρι που έφτασε δύο μίλια μακριά από το παλάτι του βασιλιά. Εκεί υπήρχε ένας νερόμυλος, στο φράγμα του οποίου σκάλωσε και σταμάτησε το κουτί. Ένα παιδί το οποίο βοηθούσε στον μύλο στεκόταν τυχαία εκεί κοντά και είδε το κουτί. Έτρεξε τότε να το τραβήξει κοντά του με ένα τσιγκέλι πιστεύοντας ότι θα έκρυβε κάποιον θησαυρό. Αντί για θησαυρό όμως, όταν το άνοιξε βρήκε μέσα ένα όμορφο αγοράκι ζωηρό και χαμογελαστό.

Το πήρε και το πήγε τότε στους μυλωνάδες και καθώς αυτοί δεν είχαν παιδιά χάρηκαν και είπαν: «Είναι δώρο από τον Θεό.»


Οι μυλωνάδες φρόντιζαν το παιδάκι και το μεγάλωναν προσφέροντας του μια άνετη ζωή. Μια μέρα μπήκε στον μύλο ο βασιλιάς για να αποφύγει μία καταιγίδα και όταν είδε τον νεαρό, ρώτησε τους ιδιοκτήτες του μύλου αν ήταν γιος τους.

«Όχι» απάντησαν οι μυλωνάδες «πριν από δεκατέσσερα χρόνια τον είχε βρει ο παραγιός σε ένα κουτί που είχε τραβήξει από ποτάμι. Ήταν νεογέννητος τότε και έτσι τον κρατήσαμε και τον μεγαλώνουμε σαν παιδί μας.» 

Ο βασιλιάς τότε κατάλαβε ότι το παιδί δεν ήταν άλλο από το τυχερό παιδί που ο ίδιος είχε ρίξει στο νερό και είπε: 

«Καλοί μου άνθρωποι, δεν θα μπορούσε το αγόρι να πάει ένα γράμμα στη γυναίκα μου την βασίλισσα Θα του δώσω και δύο χρυσά νομίσματα για ανταμοιβή!» 

«Όπως προστάζει ο κύριος μας ο βασιλιάς!» απάντησαν οι μυλωνάδες και είπαν στο αγόρι να ετοιμαστεί. Τότε ο βασιλιάς έγραψε ένα γράμμα στην βασίλισσα, στο οποίο έλεγε: 

«Μόλις το αγόρι σου φέρει αυτό το γράμμα, να βάλεις να το σκοτώσουν και να το θάψουν. Φρόντισε όλα αυτά να γίνουν αμέσως και να έχουν τελειώσει πριν επιστρέψω!»

Το αγόρι πήρε το γράμμα αλλά έχασε τον δρόμο του και το βράδυ έφτασε σε ένα μεγάλο δάσος. Μέσα στο σκοτάδι είδε ένα μικρό φωτάκι να ανάβει μακριά και το ακολούθησε μέχρι που έφτασε σε ένα μικρό σπιτάκι.


Όταν μπήκε μέσα είδε μια γριά που στεκόταν στην φωτιά ολομόναχη. Μόλις είδε το αγόρι τρόμαξε και του είπε: 

«Από που έρχεσαι και που θέλεις να πας;» 

«Έρχομαι από τον μύλο» απάντησε ο νεαρός, «και θέλω να πάω στην Βασίλισσα, στην οποία έχω να παραδώσω ένα γράμμα από τον Βασιλιά. Όμως χάθηκα στο δάσος και θα ήθελα να διανυκτερεύσω εδώ πέρα.» 

«Καημένο παιδί έφτασες σε ένα λημέρι ληστών. Όταν θα επιστρέψουν οι ληστές θα σε σκοτώσουν» του είπε με συμπόνια η γριά. 

«Ας έρθει όποιος θέλει» απάντησε το αγόρι «δεν φοβάμαι, αλλά είμαι τόσο κουρασμένος που δεν μπορώ να συνεχίσω.» 

Έτσι ξάπλωσε σε έναν πάγκο που βρισκόταν μέσα στο σπίτι και αποκοιμήθηκε. Μετά από λίγο ήρθαν οι ληστές και ρωτούσαν θυμωμένοι ποιο ήταν αυτό το ξένο αγόρι που ξάπλωνε στο σπίτι τους. 

«Α,» είπε η γριά «είναι ένα αθώο παιδί που χάθηκε στο δάσος και το κράτησα επειδή το λυπήθηκα, έχει αποστολή να παραδώσει ένα γράμμα στη βασίλισσα».

Οι ληστές άνοιξαν τον φάκελο και διάβασαν το γράμμα όπου ο βασιλιάς διέταζε να σκοτώσουν το παιδί μόλις έφτανε. Λυπήθηκαν τότε τον νεαρό και ο αρχηγός τους έσκισε το γράμμα και έγραψε ένα άλλο.
Το γράμμα του ληστή έλεγε ότι μόλις θα ερχόταν ο νεαρός, θα έπρεπε να τον παντρέψουν αμέσως με την κόρη του βασιλιά. Μετά άφησαν το αγόρι να κοιμηθεί ήσυχα στον πάγκο μέχρι το άλλο πρωί. Όταν ξύπνησε την άλλη μέρα του έδωσαν το καινούριο γράμμα και του έδειξαν τον σωστό δρόμο. Οι βασίλισσα μόλις παρέλαβε το γράμμα και το διάβασε, έστησε ένα λαμπρό γλέντι και πάντρεψε την κόρη της με τον νεαρό. Μια και ο νεαρός ήταν ευγενικός και καλοφτιαγμένος η βασιλοπούλα ζούσε μαζί του όμορφα και ευτυχισμένα.

Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε ο βασιλιάς στο παλάτι και εκεί είδε ότι η προφητεία έγινε πραγματικότητα καθώς το τυχερό παιδί είχε παντρευτεί την κόρη του. 

«Τι συνέβη;» ρώτησε την βασίλισσα «στο γράμμα μου έδωσα εντολή να γίνουν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα!»

Τότε η βασίλισσα του έδωσε το γράμμα που τις είχε δώσει ο νεαρός για να δει και ο ίδιος ότι απλώς είχε εκπληρώσει την επιθυμία του. Ο βασιλιάς διάβασε το γράμμα και κατάλαβε ότι είχε αλλαχτεί με άλλο. Ρώτησε τότε τον νεαρό τι είχε συμβεί με το γράμμα και γιατί είχε φέρει άλλο από αυτό που εκείνος του είχε δώσει. 

«Δεν ξέρω για πιο πράγμα μιλάτε» απάντησε το αγόρι «θα πρέπει να το άλλαξαν το βράδυ όταν κοιμήθηκα στο δάσος». 

Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ και απάντησε: «Τόσο εύκολα δεν θα είναι τα πράγματα για σένα, όποιος θέλει να πάρει την κόρη μου θα πρέπει να πάει στην κόλαση και να φέρει τρεις χρυσές τρίχες από το κεφάλι του διαβόλου. Αν μου φέρεις αυτό που ζητάω τότε θα μπορέσεις να κρατήσεις την κόρη μου!» 

Με αυτόν τον τρόπο ο βασιλιάς πίστευε ότι θα ξεφορτωνόταν μία για πάντα τον νεαρό. Το τυχερό παιδί όμως απάντησε: «Τις χρυσές τρίχες θα τις φέρω γιατί εγώ δεν φοβάμαι το διάβολο!».

Μετά αποχαιρέτησε και ξεκίνησε για το ταξίδι του.

Ο δρόμος του τον οδήγησε σε μία μεγάλη πόλη. Στην πύλη τον σταμάτησε ο φύλακας και τον ρώτησε ποια είναι η τέχνη του και τι γνώριζε να κάνει. 

«Ξέρω τα πάντα» απάντησε το τυχερό παιδί. 


«Τότε να μας κάνεις μια χάρη και να μας πεις, γιατί η βρύση στην κεντρική αγορά από την οποία έτρεχε πάντα κρασί, τώρα στέρεψε και δεν τρέχει ούτε νερό;» ρώτησε ο φύλακας. 

«Αυτό θα σας το πω» είπε το παιδί «περιμένετε όμως μέχρι να επιστρέψω.» 

Τότε συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε σε μία άλλη πόλη. Ο φύλακας και αυτής της πόλης τον ρώτησε για την τέχνη και τις γνώσεις του. 

«Ξέρω τα πάντα» απάντησε πάλι ο νεαρός.
«Τότε μπορείς να μας κάνεις μια χάρη και να μας πεις, γιατί ένα δέντρο στην πόλη μας το οποίο συνήθιζε να έχει χρυσά μήλα, τώρα δεν έχει ούτε καν φύλλα» ρώτησε ο φύλακας. 

«Αυτό θα σας το πω» είπε το παιδί «περιμένετε μόνο μέχρι να επιστρέψω.»

Τότε συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε σε ένα μεγάλο ποτάμι που έπρεπε να διασχίσει. Ο βαρκάρης τον ρώτησε για την τέχνη και τις γνώσεις του. 

«Ξέρω τα πάντα» απάντησε ο νεαρός. 

«Τότε μπορείς να μου κάνεις μια χάρη και να μου πεις, γιατί πρέπει συνέχεια να διασχίζω πέρα δώθε το ποτάμι αλλά ποτέ να μην έρχεται κανείς να με αντικαταστήσει;» ρώτησε ο βαρκάρης. 

«Αυτό θα σου το πω» είπε το παιδί «περίμενε μόνο μέχρι να επιστρέψω.»

Μόλις πέρασε το ποτάμι βρήκε την είσοδο για την κόλαση. Όλα ήταν σκοτεινά και μαύρα σαν την πίσσα. Ο διάβολος έλειπε και δεν ήταν στο σπίτι του, σε μια φαρδιά πολυθρόνα όμως καθόταν η γιαγιά του. 

«Τι θέλεις;» των ρώτησε, η όψη της όμως δεν ήταν τόσο φοβιστική. 

«Θα ήθελα τρεις χρυσές τρίχες από το κεφάλι του διαβόλου» απάντησε ο νεαρός «αλλιώς δεν θα μπορέσω να κρατήσω την γυναίκα μου!» 

«Πολλά ζητάς» του λέει τότε εκείνη «αν γυρίσει ο διάβολος και σε βρει εδώ πέρα, αλίμονό σου. Σε λυπάμε όμως και θα δω αν μπορέσω να σε βοηθήσω!» 

Τον μετέτρεψε τότε σε μυρμήγκι και του λέει: «κρύψου τώρα στις πιέτες της φούστας μου, εκεί θα είσαι ασφαλείς.» 

«Ναι, ναι» απάντησε, «θα είμαι μια χαρά, αλλά θα ήθελα να μου λύσεις τρεις απορίες που έχω. Πρώτον γιατί μία βρύση από την οποία ανάβλυζε κρασί, τώρα έχει στεγνώσει και πια δεν τρέχει ούτε καν νερό, δεύτερον γιατί ένα δέντρο το οποίο συνήθιζε να έχει χρυσά μήλα τώρα πια δεν έχει ούτε φύλλωμα και τρίτον γιατί κανείς δεν αντικαθιστά έναν βαρκάρη που πηγαίνει όλη τη μέρα πέρα δώθε διασχίζοντας το ποτάμι.» 

«Αυτές είναι δύσκολες ερωτήσεις» του λέει η γριά «αλλά κάνε ησυχία και δώσε προσοχή τι θα πει ο διάβολος όταν θα του βγάζω τις τρεις χρυσές τρίχες.»

Όταν βράδιασε γύρισε και ο διάβολος στο σπίτι. Μόλις μπήκε αμέσως κατάλαβε ότι ο αέρας δεν ήταν καθαρός. 

«Μυρίζω ανθρώπινο κρέας,» είπε «δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ πέρα!»Μετά κοίταξε παντού και έψαξε σε όλες τις γωνίες του σπιτιού αλλά δεν μπόρεσε να βρει τίποτε. 

Οι γιαγιά του τον αποπήρε: «μόλις που είχα σκουπίσει και συμμαζέψει, και εσύ μου τα κάνεις όλα πάνω κάτω. Συνεχώς σου μυρίζει ανθρώπινο κρέας! Κάτσε κάτω, ησύχασε και φάε το βραδινό σου.»

Αφού έφαγε και ήπιε, νύσταξε και έβαλε το κεφάλι του στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Τις είπε ότι θα ήθελε να τον ξεψειρίσει. Δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι που αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει. Τότε άρπαξε η γριά μία χρυσή τρίχα την ξερίζωσε και την έβαλε δίπλα της. 

«Αχ!» φώναξε ο διάβολος «τι προσπαθείς να κάνεις;» 

«Είδα ένα περίεργο όνειρο και από την ταραχή μου σου τράβηξα τα μαλλιά!» απάντησε η γριά. 

«Τι όνειρο είδες;» ρώτησε ο διάβολος. 

«Ονειρεύτηκα ότι μία βρύση από την οποία έτρεχε κρασί, τώρα στέρεψε και δεν βγάζει ούτε καν νερό. Τι να φταίει άραγε» αποκρίνεται η γιαγιά του. 

«Χα, χα που να το ήξεραν!» λέει τότε χαμογελώντας ο διάβολος «το στόμιο της βρύσης μπλοκάρεται από μία πέτρα, κάτω από την οποία κάθεται ένα βατράχι. Αν σκοτώσουν το βατράχι θα ξανατρέξει κρασί.»

Η γιαγιά άρχισε πάλι να ξεψειρίζει τον διάβολο μέχρι που τον ξαναπήρε ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει τόσο πολύ που έτρεμαν τα έπιπλα. Τότε του τράβηξε και την δεύτερη τρίχα. 

«Αχ! Τι κάνεις» ούρλιαξε ο διάβολος τσαντισμένος. 

«Μη με παρεξηγείς» του απαντάει η γριά «είδα όνειρο.» 

«Τι όνειρο είδες πάλι;» ρώτησε ο διάβολος. 

«Ονειρεύτηκα ότι σε κάποιο βασίλειο υπήρχε ένα δέντρο που συνήθως είχε χρυσά μήλα, αλλά τώρα δεν έβγαζε ούτε καν φύλλα. Τι να το έχει προκαλέσει αυτό άραγε!»

«Χα, χα που να το ήξεραν!» απάντησε ο διάβολος «είναι ένα ποντίκι που ροκανίζει την ρίζα του δέντρου. Αν σκοτώσουν το ποντίκι τότε θα ξαναβγάλει χρυσά μήλα, αν δεν το σκοτώσουν όμως το δέντρο θα ξεραθεί εντελώς. Άσε με όμως τώρα με τα όνειρα σου γιατί θέλω να κοιμηθώ, αν με ξαναξυπνήσεις θα σε δείρω!» 

Η γιαγιά άρχισε να τον καλοπιάνει και να τον ξεψειρίζει μέχρι που τον πήρε πάλι ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει. Τότε έπιασε την τρίτη χρυσή τρίχα και του την έβγαλε. Ο διάβολος πετάχτηκε πάνω, άρχισε να φωνάζει και είχε κακό σκοπό, αλλά η γριά κατάφερε να τον ηρεμήσει για μια ακόμη φορά λέγοντας του «ποιος είναι υπεύθυνος για τα όνειρα που βλέπει;» 

«Τι ονειρεύτηκες πάλι;» ρώτησε ο διάβολος που παρά την νύστα του είχε την περιέργεια να μάθει. 

«Ονειρεύτηκα έναν βαρκάρη ο οποίος παραπονιόταν ότι συνέχεια περνούσε πέρα δώθε το ποτάμι και ποτέ δεν τον αντικαθιστούσε κανείς. Τι να φταίει άραγε;»

«Α, τον χαζούλη!» απάντησε ο διάβολος «την επόμενη φορά που θα θελήσει κάποιος να περάσει, θα πρέπει να του δώσει το κουπί. Έτσι θα χρειαστεί ο άλλος να τον περάσει απέναντι και αυτός θα ελευθερωθεί.» 

Μια και η γριά του είχε ξεριζώσει τις τρεις χρυσές τρίχες και είχε πάρει τις απαντήσεις στις τρεις ερωτήσεις, άφησε πια το θηρίο να κοιμηθεί μέχρι το άλλο πρωί.

Όταν ο διάβολος έφυγε από το σπίτι του την επόμενη μέρα, η γριά έβγαλε το μυρμήγκι από την πιέτα της φούστας της και του ξαναέδωσε την μορφή ανθρώπου. 

«Πάρε τις τρεις χρυσές τρίχες» του λέει «όσο για το τι απάντησε ο διάβολος στις τρεις ερωτήσεις σου, θα το έχεις ακούσει.» 

«Ναι, βέβαια, τα άκουσα όλα» είπε το τυχερό παιδί. 

«Άρα σε βοήθησα σε ότι ήθελες και μπορείς να πάρεις τον δρόμο σου τώρα» είπε η γριά. 

Ο νεαρός ευχαρίστησε για την πολύτιμη βοήθεια και έφυγε χαρούμενος από την κόλαση. Όταν έφτασε στον βαρκάρη, εκείνος του ζήτησε να του πει την απάντηση που του είχε υποσχεθεί. 

«Πήγαινε με πρώτα απέναντι και θα σου πω πως θα λυτρωθείς» του είπε. Όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη, του είπε την συμβουλή του διαβόλου: 

«Όταν θα ξαναέρθει κάποιος και θέλει να τον περάσεις απέναντι, τότε δώσε του το κουπί στο χέρι!»

Το τυχερό παιδί συνέχισε τον δρόμο του και έφτασε στην πόλη με το δέντρο που σταμάτησε να δίνει καρπούς. Ο φύλακας τον ρώτησε πάλι για τον λόγο που εξαφανίστηκαν τα χρυσά μήλα. 

Ο νεαρός τότε του είπε ότι είχε ακούσει από τον διάβολο: «σκοτώστε το ποντίκι που ροκανίζει τις ρίζες του δέντρου και θα ξαναφτιάξει χρυσά μήλα!» 

Ο φύλακας τον ευχαρίστησε και για ανταμοιβή του έδωσε δύο γαϊδάρους φορτωμένους με χρυσάφι για να πάρει μαζί του. Μετά έφτασε στην πόλη της οποίας η βρύση είχε στερέψει. 

Εκεί είπε στον φύλακα όσα έμαθε από τον διάβολο: «στην βρύση υπάρχει ένας βάτραχος που κάθεται κάτω από μία πέτρα και που εμποδίζει να τρέξει το κρασί. Βρείτε και σκοτώστε τον βάτραχο και από την βρύση θα τρέξει πάλι άφθονο κρασί!» 

Ο φύλακας ευχαρίστησε τον νεαρό και του έδωσε και αυτός για ανταμοιβή δύο γαϊδάρους φορτωμένους με χρυσάφι.

Επιτέλους το τυχερό παιδί έφτασε στο σπίτι του. Η γυναίκα του χάρηκε πολύ που επέστρεψε και αυτός της αφηγήθηκε με ποιον τρόπο τα κατάφερε. Στον βασιλιά έφερε ότι του είχε ζητήσει δηλαδή της τρεις χρυσές τρίχες του διαβόλου. 

Έτσι ο βασιλιάς ικανοποιήθηκε επιτέλους και του λέει: «αγαπημένε μου γαμπρέ, αφού τα κατάφερες με την δοκιμασία που σου έβαλα, μπορείς να κρατήσεις την κόρη μου. Πες μου όμως πως απέκτησες τόσο πολύ χρυσάφι; Οι θησαυροί αυτοί είναι τεράστιοι!»

«Πέρασα από ένα ποτάμι» του είπε «και το πήρα μαζί μου, καθώς ήταν απλωμένο στην όχθη αντί για άμμο.» 

«Μπορώ να πάω να πάρω και εγώ;» ρώτησε ο βασιλιάς. 

«Όσο θέλετε» του απάντησε «είναι ένας βαρκάρης στο ποτάμι ο οποίος θα σας περάσει απέναντι, εκεί θα μπορέσετε να γεμίσετε τα τσουβάλια σας.» 

Ο άπληστος βασιλιάς έφυγε βιαστικά και όταν έφτασε στο ποτάμι, έγνεψε στο βαρκάρη για να τον περάσει απέναντι. Ο βαρκάρης του είπε να ανέβει, αλλά όταν έφτασαν στην απέναντι όχθη του έδωσε το κουπί και έφυγε από την βάρκα.

Ο βασιλιάς όμως έπρεπε πλέον να κάνει τον βαρκάρη από δω και εμπρός ως τιμωρία για τις αμαρτίες του.

Παραμύθι από τους αδερφούς Grimm.
Πη

Η ΑΣΠΡΗ ΓΑΤΑ   Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους, που ήταν όλοι τόσο έξυπνοι και γενναίοι που άρχισε να φοβάται...